κάλανδρος: Difference between revisions

From LSJ

καλῶς δρῶν ἐξαμαρτεῖν μᾶλλοννικᾶν κακῶς → I would prefer to fail with honor than to win by evil | I prefer to fail by acting rightly rather than win by acting wrongly | Better fail by doing right, than win by doing wrong (Sophocles, Philoctetes 95)

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (Α [[κάλανδρος]])<br />[[είδος]] κορυδαλλού, [[καλάνδρα]], [[γαλιάντρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Πρόκειται [[μάλλον]] για λ. προελληνικής προελεύσεως που εμφανίζει την κατάλ. -<i>νδρος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>κορία</i> -<i>νδρος</i>, <i>μαίαν</i>-<i>νδρος</i>). Η λ. [[κάλανδρος]] που εξελίχθηκε στο νεοελλ. [[γαλιάντρα]], μαρτυρείται και ως [[δάνειο]] στη λατ. με τη [[μορφή]] <i>calandra</i> (<b>[[πρβλ]].</b> ιταλ. <i>calandra</i>, γαλλ. <i>calandre</i>)].
|mltxt=ο (Α [[κάλανδρος]])<br />[[είδος]] κορυδαλλού, [[καλάνδρα]], [[γαλιάντρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Πρόκειται [[μάλλον]] για λ. προελληνικής προελεύσεως που εμφανίζει την κατάλ. -<i>νδρος</i> ([[πρβλ]]. <i>κορία</i> -<i>νδρος</i>, <i>μαίαν</i>-<i>νδρος</i>). Η λ. [[κάλανδρος]] που εξελίχθηκε στο νεοελλ. [[γαλιάντρα]], μαρτυρείται και ως [[δάνειο]] στη λατ. με τη [[μορφή]] <i>calandra</i> ([[πρβλ]]. ιταλ. <i>calandra</i>, γαλλ. <i>calandre</i>)].
}}
}}
{{etym
{{etym

Revision as of 10:10, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κάλανδρος Medium diacritics: κάλανδρος Low diacritics: κάλανδρος Capitals: ΚΑΛΑΝΔΡΟΣ
Transliteration A: kálandros Transliteration B: kalandros Transliteration C: kalandros Beta Code: ka/landros

English (LSJ)

ὁ, a kind of A lark, Dionys.Av.3.15.

German (Pape)

[Seite 1307] ὁ, dasselbe, Opp. Ix. 3, 15.

Greek Monolingual

ο (Α κάλανδρος)
είδος κορυδαλλού, καλάνδρα, γαλιάντρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Πρόκειται μάλλον για λ. προελληνικής προελεύσεως που εμφανίζει την κατάλ. -νδρος (πρβλ. κορία -νδρος, μαίαν-νδρος). Η λ. κάλανδρος που εξελίχθηκε στο νεοελλ. γαλιάντρα, μαρτυρείται και ως δάνειο στη λατ. με τη μορφή calandra (πρβλ. ιταλ. calandra, γαλλ. calandre)].

Frisk Etymological English

Grammatical information: m.
Meaning: kind of lark (Dionys. Av. 3, 15).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: - Ending like τάρανδ(ρ)ος, Μαίανδρος; origin unknown. - From there Ital. calandro a lark (Meyer-Lübke Rom. et. Wb. No 1486). S. also W.-Hofmann s. caliandrum. No doubt either Pre-Greek or a loan from Anatolia.

Frisk Etymology German

κάλανδρος: {kálandros}
Grammar: m.
Meaning: Art Lerche (Dionys. Av. 3, 15).
Etymology : Ausgang wie in τάρανδ(ρ)ος, Μαίανδρος u. a.; Herkunft unbekannt. Pelasgische Erklärung bei v. Windekens Le Pélasgique 111ff. — Daraus ital. calandro Kalanderlerche, Feldlerche usw. (Meyer-Lübke Rom. et. Wb. No 1486). S. auch W.-Hofmann s. caliandrum.
Page 1,761