κάρρων: Difference between revisions
ἔστιν δέ που ἡ μὲν ἐπὶ σώμασι γυμναστική, ἡ δ' ἐπὶ ψυχῇ μουσική → I think I am right in saying that we have physical exercise for the body and the arts for the soul
m (Text replacement - " s.v. " to " s.v. ") |
|||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κάρρων]], -ον (Α)<br />[[καλύτερος]] (α. «πολλούς δὲ ἄνδρας [[Λακεδαίμων]] ἔχει τήνου κάρρονας», <b>Πλούτ.</b><br />β. «[[ἄμμες]] δέ γ' ἐσόμεθα πολλῷ κάρρονες».).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Δωρ. τ. συγκριτ. βαθμού του επιθ. [[αγαθός]]. Ο τ. [[κάρρων]] <span style="color: red;"><</span> <i>κάρσων</i>, με [[αφομοίωση]] <span style="color: red;"><</span> <i>κάρ</i>-<i>σσων</i>, με [[απλοποίηση]] τών -<i>σσ</i>- <span style="color: red;"><</span> <i>κάρτ</i>-<i>yων</i>, με [[αφομοίωση]] (-<i>τy</i>- > -<i>σσ</i>- | |mltxt=[[κάρρων]], -ον (Α)<br />[[καλύτερος]] (α. «πολλούς δὲ ἄνδρας [[Λακεδαίμων]] ἔχει τήνου κάρρονας», <b>Πλούτ.</b><br />β. «[[ἄμμες]] δέ γ' ἐσόμεθα πολλῷ κάρρονες».).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Δωρ. τ. συγκριτ. βαθμού του επιθ. [[αγαθός]]. Ο τ. [[κάρρων]] <span style="color: red;"><</span> <i>κάρσων</i>, με [[αφομοίωση]] <span style="color: red;"><</span> <i>κάρ</i>-<i>σσων</i>, με [[απλοποίηση]] τών -<i>σσ</i>- <span style="color: red;"><</span> <i>κάρτ</i>-<i>yων</i>, με [[αφομοίωση]] (-<i>τy</i>- > -<i>σσ</i>- [[πρβλ]]. <i>μέλιτ</i>-<i>ya</i> > [[μέλισσα]]) <span style="color: red;"><</span> θ. <i>καρτ</i>-, [[πρβλ]]. <i>καρτ</i>-<i>ερός</i>]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 10:10, 23 August 2021
English (LSJ)
ον, gen. ονος, A stronger, better, Dor. for κρείσσων, Alcm.89, Epich.165, Sophr.59, Ti.Locr.94c, AP7.413.7 (Antip.), Plu.Lyc.25; κάρρον ἐστίν c. inf., it is better to... Cerc.5.13:—hence καρρόθεν, Adv. from something better, Dam. ap. Suid. s.v. κάρρων.
Greek (Liddell-Scott)
κάρρων: -ον, γεν. ονος, Δωρ. ἀντὶ κρέσσων, κρείσσων, Ἀλκμὰν 83, Ἐπίχ. 115 Ahr., Σώφρων 27, Τίμ. Λοκρ. 94C, κ. ἀλλ.·―καρρόθεν, Ἐπίρρ., ἀπὸ τοῦ κρείττονος, Δαμάσκιος παρὰ Σουΐδ.―Πρβλ. κάρτα, κρατύς, κάρτιστος.
Greek Monolingual
κάρρων, -ον (Α)
καλύτερος (α. «πολλούς δὲ ἄνδρας Λακεδαίμων ἔχει τήνου κάρρονας», Πλούτ.
β. «ἄμμες δέ γ' ἐσόμεθα πολλῷ κάρρονες».).
[ΕΤΥΜΟΛ. Δωρ. τ. συγκριτ. βαθμού του επιθ. αγαθός. Ο τ. κάρρων < κάρσων, με αφομοίωση < κάρ-σσων, με απλοποίηση τών -σσ- < κάρτ-yων, με αφομοίωση (-τy- > -σσ- πρβλ. μέλιτ-ya > μέλισσα) < θ. καρτ-, πρβλ. καρτ-ερός].
Russian (Dvoretsky)
κάρρων: 2, gen. ονος дор. Plat., Plut., Anth. = κρείσσων.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κάρρων -ον Dor. comp. voor κρείσσων.