καινοσχημάτιστος: Difference between revisions

From LSJ

ἂν βούλησθε ἀκούειν καί μοι περιουσία ᾖ τοῦ ὕδατος → if you care to hear and if the water in the water-clock holds out, if you care to hear and if I have time enough for speaking

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[καινοσχημάτιστος]], -ον (Μ)<br />ο [[σχηματισμός]] με νέο ή ιδιάζοντα τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[καινός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>σχημάτιστος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σχηματίζω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>διπλο</i>-<i>σχημάτιστος</i>, <i>ετερο</i>-<i>σχημάτιστος</i>].
|mltxt=[[καινοσχημάτιστος]], -ον (Μ)<br />ο [[σχηματισμός]] με νέο ή ιδιάζοντα τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[καινός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>σχημάτιστος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σχηματίζω]]), [[πρβλ]]. <i>διπλο</i>-<i>σχημάτιστος</i>, <i>ετερο</i>-<i>σχημάτιστος</i>].
}}
}}

Revision as of 10:18, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καινοσχημάτιστος Medium diacritics: καινοσχημάτιστος Low diacritics: καινοσχημάτιστος Capitals: ΚΑΙΝΟΣΧΗΜΑΤΙΣΤΟΣ
Transliteration A: kainoschēmátistos Transliteration B: kainoschēmatistos Transliteration C: kainoschimatistos Beta Code: kainosxhma/tistos

English (LSJ)

ον, A newly or strangely formed, Eust.141.32.

German (Pape)

[Seite 1295] = Folgdm, Eust. 141, 31.

Greek Monolingual

καινοσχημάτιστος, -ον (Μ)
ο σχηματισμός με νέο ή ιδιάζοντα τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καινός + -σχημάτιστος (< σχηματίζω), πρβλ. διπλο-σχημάτιστος, ετερο-σχημάτιστος].