καλόκαρδος: Difference between revisions

From LSJ

τῶν δ᾿ ἄλλων τῶν νοσηματικῶν ἧττον μετέχουσιν αἱ γυναῖκες → apart from this one, women are less troubled by maladies

Source
(18)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Μ [[καλόκαρδος]])<br /><b>1.</b> αυτός που έχει καλή ψυχική [[διάθεση]], [[χαρούμενος]], [[εύθυμος]], [[πρόσχαρος]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει καλή [[καρδιά]], καλή [[ψυχή]], [[πονετικός]], [[ευσπλαγχνικός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>καλόκαρδα</i><br /><b>1.</b> με καλή [[καρδιά]], εύθυμα<br /><b>2.</b> με [[καλοσύνη]] και [[προσήνεια]], με [[συμπάθεια]], με [[αγαθότητα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>καλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>καρδος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[καρδία]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ανοιχτό</i>-<i>καρδος</i>, <i>σκληρό</i>-<i>καρδος</i>].
|mltxt=-η, -ο (Μ [[καλόκαρδος]])<br /><b>1.</b> αυτός που έχει καλή ψυχική [[διάθεση]], [[χαρούμενος]], [[εύθυμος]], [[πρόσχαρος]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει καλή [[καρδιά]], καλή [[ψυχή]], [[πονετικός]], [[ευσπλαγχνικός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>καλόκαρδα</i><br /><b>1.</b> με καλή [[καρδιά]], εύθυμα<br /><b>2.</b> με [[καλοσύνη]] και [[προσήνεια]], με [[συμπάθεια]], με [[αγαθότητα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>καλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>καρδος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[καρδία]]), [[πρβλ]]. <i>ανοιχτό</i>-<i>καρδος</i>, <i>σκληρό</i>-<i>καρδος</i>].
}}
}}

Revision as of 13:05, 23 August 2021

Greek Monolingual

-η, -ο (Μ καλόκαρδος)
1. αυτός που έχει καλή ψυχική διάθεση, χαρούμενος, εύθυμος, πρόσχαρος
2. αυτός που έχει καλή καρδιά, καλή ψυχή, πονετικός, ευσπλαγχνικός.
επίρρ...
καλόκαρδα
1. με καλή καρδιά, εύθυμα
2. με καλοσύνη και προσήνεια, με συμπάθεια, με αγαθότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο)- + -καρδος (< καρδία), πρβλ. ανοιχτό-καρδος, σκληρό-καρδος].