καρδιολογία: Difference between revisions

From LSJ

κάλλιστον ἐφόδιον τῷ γήρᾳ ἡ παιδεία (Aristotle, quoted by Diogenes Laertius 5.21) → the finest provision for old age is education

Source
(19)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η<br /><b>ιατρ.</b><br /><b>1.</b> [[κλάδος]] της ιατρικής επιστήμης ο [[οποίος]] ασχολείται με την [[ανατομία]], τη [[φυσιολογία]] και την [[παθολογία]] της καρδιάς<br /><b>2.</b> [[πραγματεία]], [[σύγγραμμα]] [[περί]] της καρδιάς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>καρδι</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[λογία]] (<span style="color: red;"><</span> [[λόγος]] <span style="color: red;"><</span> [[λόγος]] <span style="color: red;"><</span> [[λέγω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>βιο</i>-[[λογία]], <i>γλωσσο</i>-[[λογία]]. Ως [[ιατρικός]] όρος η λ. [[είναι]] αντιδάνεια, <b>[[πρβλ]].</b> αγγλ. <i>cardiology</i> <span style="color: red;"><</span> <i>cardio</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> <i>καρδι</i>[[ο]]-) <span style="color: red;">+</span> -<i>logy</i> (<b>[[πρβλ]].</b> -[[λογία]] <span style="color: red;"><</span> -<i>λογος</i> <span style="color: red;"><</span> [[λόγος]]). Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην [[εφημερίδα]] <i>Ακρόπολις</i> ([[καρδιολογία]] ερωτική</i>)].
|mltxt=η<br /><b>ιατρ.</b><br /><b>1.</b> [[κλάδος]] της ιατρικής επιστήμης ο [[οποίος]] ασχολείται με την [[ανατομία]], τη [[φυσιολογία]] και την [[παθολογία]] της καρδιάς<br /><b>2.</b> [[πραγματεία]], [[σύγγραμμα]] [[περί]] της καρδιάς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>καρδι</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[λογία]] (<span style="color: red;"><</span> [[λόγος]] <span style="color: red;"><</span> [[λόγος]] <span style="color: red;"><</span> [[λέγω]]), [[πρβλ]]. <i>βιο</i>-[[λογία]], <i>γλωσσο</i>-[[λογία]]. Ως [[ιατρικός]] όρος η λ. [[είναι]] αντιδάνεια, [[πρβλ]]. αγγλ. <i>cardiology</i> <span style="color: red;"><</span> <i>cardio</i>- ([[πρβλ]]. <i>καρδι</i>[[ο]]-) <span style="color: red;">+</span> -<i>logy</i> ([[πρβλ]]. -[[λογία]] <span style="color: red;"><</span> -<i>λογος</i> <span style="color: red;"><</span> [[λόγος]]). Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην [[εφημερίδα]] <i>Ακρόπολις</i> ([[καρδιολογία]] ερωτική</i>)].
}}
}}

Revision as of 13:06, 23 August 2021

Greek Monolingual

η
ιατρ.
1. κλάδος της ιατρικής επιστήμης ο οποίος ασχολείται με την ανατομία, τη φυσιολογία και την παθολογία της καρδιάς
2. πραγματεία, σύγγραμμα περί της καρδιάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καρδι(ο)- + -λογία (< λόγος < λόγος < λέγω), πρβλ. βιο-λογία, γλωσσο-λογία. Ως ιατρικός όρος η λ. είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. cardiology < cardio- (πρβλ. καρδιο-) + -logy (πρβλ. -λογία < -λογος < λόγος). Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Ακρόπολις (καρδιολογία ερωτική)].