Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

καρδιολογία: Difference between revisions

From LSJ

Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιονὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking

Plutarch, Advice about Keeping Well, section 24
(19)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η<br /><b>ιατρ.</b><br /><b>1.</b> [[κλάδος]] της ιατρικής επιστήμης ο [[οποίος]] ασχολείται με την [[ανατομία]], τη [[φυσιολογία]] και την [[παθολογία]] της καρδιάς<br /><b>2.</b> [[πραγματεία]], [[σύγγραμμα]] [[περί]] της καρδιάς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>καρδι</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[λογία]] (<span style="color: red;"><</span> [[λόγος]] <span style="color: red;"><</span> [[λόγος]] <span style="color: red;"><</span> [[λέγω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>βιο</i>-[[λογία]], <i>γλωσσο</i>-[[λογία]]. Ως [[ιατρικός]] όρος η λ. [[είναι]] αντιδάνεια, <b>[[πρβλ]].</b> αγγλ. <i>cardiology</i> <span style="color: red;"><</span> <i>cardio</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> <i>καρδι</i>[[ο]]-) <span style="color: red;">+</span> -<i>logy</i> (<b>[[πρβλ]].</b> -[[λογία]] <span style="color: red;"><</span> -<i>λογος</i> <span style="color: red;"><</span> [[λόγος]]). Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην [[εφημερίδα]] <i>Ακρόπολις</i> ([[καρδιολογία]] ερωτική</i>)].
|mltxt=η<br /><b>ιατρ.</b><br /><b>1.</b> [[κλάδος]] της ιατρικής επιστήμης ο [[οποίος]] ασχολείται με την [[ανατομία]], τη [[φυσιολογία]] και την [[παθολογία]] της καρδιάς<br /><b>2.</b> [[πραγματεία]], [[σύγγραμμα]] [[περί]] της καρδιάς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>καρδι</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[λογία]] (<span style="color: red;"><</span> [[λόγος]] <span style="color: red;"><</span> [[λόγος]] <span style="color: red;"><</span> [[λέγω]]), [[πρβλ]]. <i>βιο</i>-[[λογία]], <i>γλωσσο</i>-[[λογία]]. Ως [[ιατρικός]] όρος η λ. [[είναι]] αντιδάνεια, [[πρβλ]]. αγγλ. <i>cardiology</i> <span style="color: red;"><</span> <i>cardio</i>- ([[πρβλ]]. <i>καρδι</i>[[ο]]-) <span style="color: red;">+</span> -<i>logy</i> ([[πρβλ]]. -[[λογία]] <span style="color: red;"><</span> -<i>λογος</i> <span style="color: red;"><</span> [[λόγος]]). Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην [[εφημερίδα]] <i>Ακρόπολις</i> ([[καρδιολογία]] ερωτική</i>)].
}}
}}

Revision as of 13:06, 23 August 2021

Greek Monolingual

η
ιατρ.
1. κλάδος της ιατρικής επιστήμης ο οποίος ασχολείται με την ανατομία, τη φυσιολογία και την παθολογία της καρδιάς
2. πραγματεία, σύγγραμμα περί της καρδιάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καρδι(ο)- + -λογία (< λόγος < λόγος < λέγω), πρβλ. βιο-λογία, γλωσσο-λογία. Ως ιατρικός όρος η λ. είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. cardiology < cardio- (πρβλ. καρδιο-) + -logy (πρβλ. -λογία < -λογος < λόγος). Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Ακρόπολις (καρδιολογία ερωτική)].