κατάκοιτος: Difference between revisions
From LSJ
Michael Apostolius Paroemiographus, Paroemiae
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (AM [[κατάκοιτος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />αυτός που μένει ξαπλωμένος στο [[κρεβάτι]] από κάποια [[αρρώστια]], κρεβατωμένος<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που αναπαύεται στο [[κρεβάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>κοιτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κοίτη]] ή [[κοῖτος]]), | |mltxt=-η, -ο (AM [[κατάκοιτος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />αυτός που μένει ξαπλωμένος στο [[κρεβάτι]] από κάποια [[αρρώστια]], κρεβατωμένος<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που αναπαύεται στο [[κρεβάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>κοιτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κοίτη]] ή [[κοῖτος]]), [[πρβλ]]. <i>από</i>-<i>κοιτος</i>, <i>πρό</i>-<i>κοιτος</i>]. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:15, 23 August 2021
English (LSJ)
ον, A in bed: at rest, quiet, Ibyc.1.7.
German (Pape)
[Seite 1355] im Bette ruhend, ἔρος Ibyc. 1 bei Ath. XIII, 601 b.
Greek (Liddell-Scott)
κατάκοιτος: -ον, ὁ ἐπὶ τῆς κλίνης, ἥσυχος, αὐτόθι 1.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM κατάκοιτος, -ον)
νεοελλ.-μσν.
αυτός που μένει ξαπλωμένος στο κρεβάτι από κάποια αρρώστια, κρεβατωμένος
αρχ.
αυτός που αναπαύεται στο κρεβάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + κοιτος (< κοίτη ή κοῖτος), πρβλ. από-κοιτος, πρό-κοιτος].