κελαδοδρόμος: Difference between revisions
From LSJ
Ὦ ξεῖν’, ἀγγέλλειν Λακεδαιμονίοις ὅτι τῇδε κείμεθα τοῖς κείνων ῥήμασι πειθόμενοι. → Go tell the Spartans, stranger passing by, that here, obedient to their laws, we lie.
m (Text replacement - "epith." to "epithet") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κελαδοδρόμος]], -ον (Α)<br />(ως επίθ. της Αρτέμιδος) αυτή που τρέχει με θόρυβο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κέλαδος]] <span style="color: red;">+</span> -[[δρόμος]] (<span style="color: red;"><</span> [[δρόμος]]), | |mltxt=[[κελαδοδρόμος]], -ον (Α)<br />(ως επίθ. της Αρτέμιδος) αυτή που τρέχει με θόρυβο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κέλαδος]] <span style="color: red;">+</span> -[[δρόμος]] (<span style="color: red;"><</span> [[δρόμος]]), [[πρβλ]]. <i>ελικο</i>-[[δρόμος]], <i>ιππο</i>-[[δρόμος]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:20, 23 August 2021
English (LSJ)
ον, A rushing amid the noise of the chase, epithet of Artemis, Orph.A.902.
German (Pape)
[Seite 1413] unter Geschrei, Jagdlärm einhereilend, Artemis, Orph. Arg. 900.
Greek (Liddell-Scott)
κελαδοδρόμος: ον. ὁρμῶσα ἐν μέσῳ τοῦ θορύβου τῆς θήρας, ἐπίθετ. τῆς Ἀρτέμιδος, Ὀρφ. Ἀργ. 900. Πρβλ. κελαδεινός.
Greek Monolingual
κελαδοδρόμος, -ον (Α)
(ως επίθ. της Αρτέμιδος) αυτή που τρέχει με θόρυβο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέλαδος + -δρόμος (< δρόμος), πρβλ. ελικο-δρόμος, ιππο-δρόμος.