κενεαυχής: Difference between revisions

From LSJ

ἔκστασίς τίς ἐστιν ἐν τῇ γενέσει τὸ παρὰ φύσιν τοῦ κατὰ φύσιν → what is contrary to nature is any developmental aberration from what is in accord with nature (Aristotle, On the Heavens 286a19)

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κενεαυχής]] και [[κεναυχής]], -ές (Α)<br />αυτός που καυχάται για κενά πράγματα, [[ματαιόδοξος]], [[κενόδοξος]], [[αλαζόνας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κενε</i>(<i>ο</i>)- (<b>[[πρβλ]].</b> <i>κεν</i>[[ο]]-) <span style="color: red;">+</span> -<i>αυχής</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>αὐχῶ</i> «[[καυχιέμαι]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>μεγαλ</i>-<i>αυχής</i>, <i>πολυ</i>-<i>αυχής</i>].
|mltxt=[[κενεαυχής]] και [[κεναυχής]], -ές (Α)<br />αυτός που καυχάται για κενά πράγματα, [[ματαιόδοξος]], [[κενόδοξος]], [[αλαζόνας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κενε</i>(<i>ο</i>)- ([[πρβλ]]. <i>κεν</i>[[ο]]-) <span style="color: red;">+</span> -<i>αυχής</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>αὐχῶ</i> «[[καυχιέμαι]]»), [[πρβλ]]. <i>μεγαλ</i>-<i>αυχής</i>, <i>πολυ</i>-<i>αυχής</i>].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 13:20, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κενεαυχής Medium diacritics: κενεαυχής Low diacritics: κενεαυχής Capitals: ΚΕΝΕΑΥΧΗΣ
Transliteration A: keneauchḗs Transliteration B: keneauchēs Transliteration C: keneafchis Beta Code: keneauxh/s

English (LSJ)

ές, (αὔχη) A vain-glorious, κενεαυχέες ἠγοράασθε Il.8.230; κενεαυχέα πλοῦτον AP7.117 (Zenod.), cf. POxy.1015.19 (v.l.):— later κεναυχής, ές, Plu.2.103e; τὸ κ. κάλλος AP12.145.

German (Pape)

[Seite 1416] ές, leer, d. i. mit eiteln Dingen prahlend, Il. 8, 230 u. sp. D., wie Zenodot. bei D. L. 7, 30. Vgl. κεναυχής.

Greek (Liddell-Scott)

κενεαυχής: -ές, (αὐχή), ὁ ἐπὶ κενοῖς καυχώμενος, κενόδοξος, μάταιος, κενεαυχέες ἠγοράασθε Ἰλ. Θ. 230· κενεαυχέα πλοῦτον Ζηνόδ. παρὰ Διογ. Λ. 7. 30· κενεαυχέα φωνὴν ῥήξαντο Νόνν. Δ. 1. 426·- βραδύτερον, κεναυχής, ές, Ἀνθ. ΙΙ. 12. 145, Πλούτ. 2. 103Ε.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
ion. c. κεναυχής.

English (Autenrieth)

ές (αὐχέω): emptily or idly boasting, Il. 8.230†.

Greek Monolingual

κενεαυχής και κεναυχής, -ές (Α)
αυτός που καυχάται για κενά πράγματα, ματαιόδοξος, κενόδοξος, αλαζόνας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κενε(ο)- (πρβλ. κενο-) + -αυχής (< αὐχῶ «καυχιέμαι»), πρβλ. μεγαλ-αυχής, πολυ-αυχής].

Greek Monotonic

κενεαυχής: -ές (αὐχή), κενόδοξος, μάταιος, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

κενεαυχής: Hom., Diog. L. = κεναυχής.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κενεαυχής -ές [κενός, αὔχη] later κεναυχής verwaand, bluffend.

Middle Liddell

κενε-αυχής, ές αὐχή
vain-glorious, Il.