κατσαρός: Difference between revisions
Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
(20) |
Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό (Μ [[κατσαρός]], -ή, -όν)<br />(για [[τρίχες]] και νήματα) [[σγουρός]] («κατσαρά μαλλιά»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[κατσαρομάλλης]]<br /><b>2.</b> (για [[λαχανικά]]) αυτός που έχει συνεστραμμένα φύλλα<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[τρίχες]] κατσαρές» — ανοησίες, ανούσιες κουβέντες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Κατά μία [[άποψη]] <span style="color: red;"><</span> [[κατσί]] «[[γατί]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[αρός]], | |mltxt=-ή, -ό (Μ [[κατσαρός]], -ή, -όν)<br />(για [[τρίχες]] και νήματα) [[σγουρός]] («κατσαρά μαλλιά»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[κατσαρομάλλης]]<br /><b>2.</b> (για [[λαχανικά]]) αυτός που έχει συνεστραμμένα φύλλα<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[τρίχες]] κατσαρές» — ανοησίες, ανούσιες κουβέντες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Κατά μία [[άποψη]] <span style="color: red;"><</span> [[κατσί]] «[[γατί]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[αρός]], [[πρβλ]]. <i>νε</i>-[[αρός]], <i>σθεν</i>-[[αρός]]. Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]] <span style="color: red;"><</span> [[ακανθηρός]]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:22, 23 August 2021
Greek Monolingual
-ή, -ό (Μ κατσαρός, -ή, -όν)
(για τρίχες και νήματα) σγουρός («κατσαρά μαλλιά»)
νεοελλ.
1. κατσαρομάλλης
2. (για λαχανικά) αυτός που έχει συνεστραμμένα φύλλα
3. φρ. «τρίχες κατσαρές» — ανοησίες, ανούσιες κουβέντες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Κατά μία άποψη < κατσί «γατί» + κατάλ. -αρός, πρβλ. νε-αρός, σθεν-αρός. Κατ' άλλη άποψη < ακανθηρός].