κλώμαξ: Difference between revisions
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
m (Text replacement - "<b class="b2"> ([\wÄäÖöÜüẞß]+)<\/b>" to " $1") |
|||
Line 6: | Line 6: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κλώμαξ]] και [[κρώμαξ]], -ακος, ὁ (Α)<br />[[σωρός]] λίθων ή [[πετρώδης]] [[τόπος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Σχηματισμός σε -<i>αξ</i> [[κατά]] τα <i>λίθ</i>-<i>αξ</i>, <i>βῶλ</i>-<i>αξ</i>. Το θ. <i>κλω</i>-<i>μ</i>- πιθ. από κάποιο αμάρτυρο ρηματ. παρ. <i>κλῶ</i>-<i>μος</i> («[[ρωγμή]]»;) <span style="color: red;"><</span> [[κλάω]] / -<i>ῶ</i> «[[σπάζω]]», τ. που προϋποθέτει τη σπάνια [[μετάπτωση]] του -<i>ω</i>- ως εκτεταμένης-ετεροιωμένης βαθμίδας του -<i>α</i>- ( | |mltxt=[[κλώμαξ]] και [[κρώμαξ]], -ακος, ὁ (Α)<br />[[σωρός]] λίθων ή [[πετρώδης]] [[τόπος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Σχηματισμός σε -<i>αξ</i> [[κατά]] τα <i>λίθ</i>-<i>αξ</i>, <i>βῶλ</i>-<i>αξ</i>. Το θ. <i>κλω</i>-<i>μ</i>- πιθ. από κάποιο αμάρτυρο ρηματ. παρ. <i>κλῶ</i>-<i>μος</i> («[[ρωγμή]]»;) <span style="color: red;"><</span> [[κλάω]] / -<i>ῶ</i> «[[σπάζω]]», τ. που προϋποθέτει τη σπάνια [[μετάπτωση]] του -<i>ω</i>- ως εκτεταμένης-ετεροιωμένης βαθμίδας του -<i>α</i>- ([[πρβλ]]. <i>ἄγ</i>-<i>ω</i>: <i>ἀγ</i>-<i>ωγ</i>-<i>ή</i>). Ο παρλλ. τ. [[κρῶμαξ]] με -<i>ρ</i>- πιθ. κατ' [[επίδραση]] του [[κρημνός]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Latest revision as of 13:35, 23 August 2021
German (Pape)
[Seite 1458] ακος, ὁ (vgl. κρώμαξ), ein Steinhaufen, ein Felsen, κλώμακες ἀηδόνων, die Felsen der Sirenen, Lycophr. 653; vgl. glomus, globus, Klump, Buttmann Lexil. II p. 159.
Greek (Liddell-Scott)
κλώμαξ: -ᾰκος, ὁ, σωρὸς λίθων, πετρώδης τόπος, Λυκόφρ. 653· κρώμαξ, Ἡσύχ., Δράκων.
Greek Monolingual
κλώμαξ και κρώμαξ, -ακος, ὁ (Α)
σωρός λίθων ή πετρώδης τόπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Σχηματισμός σε -αξ κατά τα λίθ-αξ, βῶλ-αξ. Το θ. κλω-μ- πιθ. από κάποιο αμάρτυρο ρηματ. παρ. κλῶ-μος («ρωγμή»;) < κλάω / -ῶ «σπάζω», τ. που προϋποθέτει τη σπάνια μετάπτωση του -ω- ως εκτεταμένης-ετεροιωμένης βαθμίδας του -α- (πρβλ. ἄγ-ω: ἀγ-ωγ-ή). Ο παρλλ. τ. κρῶμαξ με -ρ- πιθ. κατ' επίδραση του κρημνός.
Greek Monotonic
κλώμαξ: -ᾰκος, ὁ, σωρός από πέτρες (άγν. προέλ.).