κοτυλήρυτος: Difference between revisions
ῥύπος γυνὴ πέφυκεν ἠργυρωμένος → woman is silver-plated dirt, woman is dirt covered with silver
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κοτυλήρυτος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που μπορεί να αντληθεί με [[κοτύλη]], με [[ποτήρι]]<br /><b>2.</b> [[άφθονος]] («ἀμφὶ νέκυν κοτυλήρυτον ἔρρεεν [[αἷμα]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[ὄξος]] κοτυλήρυτον» — [[μέτρο]] όξους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κοτύλη]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ήρυτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἀρύω]] «[[αντλώ]]»), | |mltxt=[[κοτυλήρυτος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που μπορεί να αντληθεί με [[κοτύλη]], με [[ποτήρι]]<br /><b>2.</b> [[άφθονος]] («ἀμφὶ νέκυν κοτυλήρυτον ἔρρεεν [[αἷμα]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[ὄξος]] κοτυλήρυτον» — [[μέτρο]] όξους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κοτύλη]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ήρυτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἀρύω]] «[[αντλώ]]»), [[πρβλ]]. <i>ευ</i>-<i>ήρυτος</i>, <i>κυλικ</i>-<i>ήρυτος</i>]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 13:50, 23 August 2021
English (LSJ)
ον, (ἀρύω) A that can be drawn in cups, i.e. flowing copiously, streaming, αἷμα Il.23.34. 2 ὄξος κ. a measure of vinegar, Nic.Th.539.
Greek (Liddell-Scott)
κοτῠλήρῠτος: -ον, (ἀρύω) ὅπερ δύναταὶ τις νὰ ἀρυσθῇ διὰ ποτηρίων, δηλ. ῥέων ἀφθόνως, κοτυλήρυτον ἔρρεεν αἷμα, «τοσοῦτον τῷ πλήθει ὥστε καὶ κοτύλῃ ἀρύσασθαι» (Σχόλ.), Ἰλ. Ψ. 34, Ἐπικ. παρ’ Ἀθην. 479Α· ― ἀλλὰ, ὄξος κ., πιθαν. μέτρον ὄξους, Νικ. Θηρ. 539· ― πρβλ. εὐήρυτος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
que l’on peut puiser ou recueillir avec une coupe ; qui coule en abondance, à flots.
Étymologie: κοτύλη, ἀρύω.
English (Autenrieth)
(ἀρύω): that may be caught in cups, streaming, Il. 23.34†.
Greek Monolingual
κοτυλήρυτος, -ον (Α)
1. αυτός που μπορεί να αντληθεί με κοτύλη, με ποτήρι
2. άφθονος («ἀμφὶ νέκυν κοτυλήρυτον ἔρρεεν αἷμα», Ομ. Ιλ.)
3. φρ. «ὄξος κοτυλήρυτον» — μέτρο όξους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοτύλη + -ήρυτος (< ἀρύω «αντλώ»), πρβλ. ευ-ήρυτος, κυλικ-ήρυτος].
Greek Monotonic
κοτῠλήρῠτος: -ον (ἀρύω), αυτό που μπορεί να αντληθεί σε κύπελλα, δηλ. που ρέει αδιάκοπα, που κυλά άφθονα, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
κοτῠλήρῠτος: который можно собирать чашками, т. е. обильно текущий (αἷμα Hom.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κοτυλήρυτος -ον [κοτύλη, ἀρύω] rijkelijk:. κοτυλήρυτον ἔρρεεν αἷμα het bloed stroomde rijkelijk Il. 23.34.
Middle Liddell
κοτῠλ-ήρῠτος, ον ἀρύω
that can be drawn in cups, i. e. flowing copiously, streaming, Il.