κυανέμβολος: Difference between revisions

From LSJ

ἑρμηνεία διὰ τῆς ὀνομασίας → expression by means of language

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κυανέμβολος]], -ον (Α)<br />[[κυανόπρωρος]] («καὶ κυανέμβολοι θοαὶ μισθοφόροι τριήρεις», <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κύανος]] <span style="color: red;">+</span> <i>ἔμ</i>-<i>βολος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ἐμ</i>-[[βάλλω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>τρι</i>-<i>έμ</i>-<i>βολος</i>, <i>χαλκ</i>-<i>έμ</i>-<i>βολος</i>].
|mltxt=[[κυανέμβολος]], -ον (Α)<br />[[κυανόπρωρος]] («καὶ κυανέμβολοι θοαὶ μισθοφόροι τριήρεις», <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κύανος]] <span style="color: red;">+</span> <i>ἔμ</i>-<i>βολος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ἐμ</i>-[[βάλλω]]), [[πρβλ]]. <i>τρι</i>-<i>έμ</i>-<i>βολος</i>, <i>χαλκ</i>-<i>έμ</i>-<i>βολος</i>].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 14:04, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῠᾰνέμβολος Medium diacritics: κυανέμβολος Low diacritics: κυανέμβολος Capitals: ΚΥΑΝΕΜΒΟΛΟΣ
Transliteration A: kyanémbolos Transliteration B: kyanembolos Transliteration C: kyanemvolos Beta Code: kuane/mbolos

English (LSJ)

ον, A = κυανόπρῳρος, πρῷραι E.El.436, Ar.Ra.1318; τριήρεις Id.Eq.554.—Only in lyr.

German (Pape)

[Seite 1521] mit dunkelfarbigem Schnabel; τριήρεις, Ar. Equ. 554; πρῶραι, Ran. 1318; Eur. El. 436.

Greek (Liddell-Scott)

κυᾰνέμβολος: -ον, = κυανόπρῳρος, πρῷραι Εὐρ. Ἠλ. 436. Ἀριστοφ. Βάτρ. 1318· τριήρεις ὁ αὐτ. Ἱππ. 554.

Greek Monolingual

κυανέμβολος, -ον (Α)
κυανόπρωρος («καὶ κυανέμβολοι θοαὶ μισθοφόροι τριήρεις», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύανος + ἔμ-βολος (< ἐμ-βάλλω), πρβλ. τρι-έμ-βολος, χαλκ-έμ-βολος].

Greek Monotonic

κυᾰνέμβολος: -ον (ἔμβολον) = κυανόπρῳρος, σε Ευρ., Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

κυᾰνέμβολος: с темно-синим (корабельным) клювом (τριήρεις Arph.; πρῷραι Eur.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κυανέμβολος -ον [κύανος, ἔμβολος] met donkergekleurde scheepsram.

Middle Liddell

κυᾰν-έμβολος, ον ἔμβολον = κυανόπρῳρος, Eur., Ar.]