κύλικας: Difference between revisions

From LSJ

πάντες γὰρ οἱ λαβόντες μάχαιραν ἐν μαχαίρῃ ἀπολοῦνται → all they that take the sword shall perish with the sword

Source
m (Text replacement - "εῑν" to "εῖν")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, και [[κύλικα]], η (AM [[κύλιξ]], -κος, ἡ, Α <b>επιγρ.</b> σπαν. και [[κύλιξ]], ὁ)<br /><b>1.</b> [[είδος]] ποτηριού με χαμηλή και λεπτή [[βάση]] και δύο λαβές που χρησιμοποιείται [[συνήθως]] ως [[κρασοπότηρο]] (α. «ἐς [[κύλικα]] μεγάλην κεραμίνην [[οἶνον]] ἐγχέαντες», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>παροιμ.</b> «[[πολλά]] μεταξὺ κύλικος πέλει καὶ χείλεος ἄκρου» — [[πολλά]] μπορεί να συμβούν από [[στιγμή]] σε [[στιγμή]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κύπελλο]], [[ποτήρι]] με [[λεπτό]] λαιμό και πλατιά στρογγυλή [[βάση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (στην Κύπρο) [[κοτύλη]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ἐπὶ τῇ κύλικι λέγειν» ή «ἐπὶ τῆς κύλικος φλυαρεῖν» — [[συζητώ]] πίνοντας [[κάτι]], [[φλυαρώ]] πίνοντας, [[κυλικηγορώ]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. ανάγεται στη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] <i>kl</i>- της ΙΕ ρίζας <i>kel</i>- «[[ποτήρι]], [[κάλυκας]] φυτού» και εμφανίζει [[επίθημα]] -<i>ιξ</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ράδ</i>-<i>ιξ</i>, <i>σπάδ</i>-<i>ιξ</i>). Το -<i>υ</i>- του τ. αναπτύχθηκε ως [[συνοδίτης]] [[φθόγγος]] [[αντί]] του αναμενόμενου -<i>α</i>- <span style="color: red;"><</span> -<i>l</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> [[φύλλον]]). Ο τ. συνδέεται με τον τ. [[κάλυξ]], με το λατ. <i>calix</i> και με το αρχ. ινδ. <i>kalάśa</i>- «[[αγγείο]], [[δοχείο]]».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[κυλικείο]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κυλίκειος]], [[κυλίκιον]], [[κυλικώδης]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[κυλικίς]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[κυλικηγόρος]], [[κυλικήρυτος]], [[κυλικοφόρος]].
|mltxt=ο, και [[κύλικα]], η (AM [[κύλιξ]], -κος, ἡ, Α <b>επιγρ.</b> σπαν. και [[κύλιξ]], ὁ)<br /><b>1.</b> [[είδος]] ποτηριού με χαμηλή και λεπτή [[βάση]] και δύο λαβές που χρησιμοποιείται [[συνήθως]] ως [[κρασοπότηρο]] (α. «ἐς [[κύλικα]] μεγάλην κεραμίνην [[οἶνον]] ἐγχέαντες», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>παροιμ.</b> «[[πολλά]] μεταξὺ κύλικος πέλει καὶ χείλεος ἄκρου» — [[πολλά]] μπορεί να συμβούν από [[στιγμή]] σε [[στιγμή]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κύπελλο]], [[ποτήρι]] με [[λεπτό]] λαιμό και πλατιά στρογγυλή [[βάση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (στην Κύπρο) [[κοτύλη]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ἐπὶ τῇ κύλικι λέγειν» ή «ἐπὶ τῆς κύλικος φλυαρεῖν» — [[συζητώ]] πίνοντας [[κάτι]], [[φλυαρώ]] πίνοντας, [[κυλικηγορώ]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. ανάγεται στη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] <i>kl</i>- της ΙΕ ρίζας <i>kel</i>- «[[ποτήρι]], [[κάλυκας]] φυτού» και εμφανίζει [[επίθημα]] -<i>ιξ</i> ([[πρβλ]]. <i>ράδ</i>-<i>ιξ</i>, <i>σπάδ</i>-<i>ιξ</i>). Το -<i>υ</i>- του τ. αναπτύχθηκε ως [[συνοδίτης]] [[φθόγγος]] [[αντί]] του αναμενόμενου -<i>α</i>- <span style="color: red;"><</span> -<i>l</i>- ([[πρβλ]]. [[φύλλον]]). Ο τ. συνδέεται με τον τ. [[κάλυξ]], με το λατ. <i>calix</i> και με το αρχ. ινδ. <i>kalάśa</i>- «[[αγγείο]], [[δοχείο]]».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[κυλικείο]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κυλίκειος]], [[κυλίκιον]], [[κυλικώδης]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[κυλικίς]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[κυλικηγόρος]], [[κυλικήρυτος]], [[κυλικοφόρος]].
}}
}}

Revision as of 14:15, 23 August 2021

Greek Monolingual

ο, και κύλικα, η (AM κύλιξ, -κος, ἡ, Α επιγρ. σπαν. και κύλιξ, ὁ)
1. είδος ποτηριού με χαμηλή και λεπτή βάση και δύο λαβές που χρησιμοποιείται συνήθως ως κρασοπότηρο (α. «ἐς κύλικα μεγάλην κεραμίνην οἶνον ἐγχέαντες», Ηρόδ.)
2. παροιμ. «πολλά μεταξὺ κύλικος πέλει καὶ χείλεος ἄκρου» — πολλά μπορεί να συμβούν από στιγμή σε στιγμή
νεοελλ.
κύπελλο, ποτήρι με λεπτό λαιμό και πλατιά στρογγυλή βάση
αρχ.
1. (στην Κύπρο) κοτύλη
2. φρ. «ἐπὶ τῇ κύλικι λέγειν» ή «ἐπὶ τῆς κύλικος φλυαρεῖν» — συζητώ πίνοντας κάτι, φλυαρώ πίνοντας, κυλικηγορώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα kl- της ΙΕ ρίζας kel- «ποτήρι, κάλυκας φυτού» και εμφανίζει επίθημα -ιξ (πρβλ. ράδ-ιξ, σπάδ-ιξ). Το -υ- του τ. αναπτύχθηκε ως συνοδίτης φθόγγος αντί του αναμενόμενου -α- < -l- (πρβλ. φύλλον). Ο τ. συνδέεται με τον τ. κάλυξ, με το λατ. calix και με το αρχ. ινδ. kalάśa- «αγγείο, δοχείο».
ΠΑΡ. κυλικείο
αρχ.
κυλίκειος, κυλίκιον, κυλικώδης
αρχ.-μσν.
κυλικίς.
ΣΥΝΘ. αρχ. κυλικηγόρος, κυλικήρυτος, κυλικοφόρος.