κύμινο: Difference between revisions
From LSJ
Βέβαιον οὐδέν ἐστιν ἐν θνητῷ βίῳ → Nihil, ut videtur, proprium in vita datur → Nichts Festes gibt's im Leben eines Sterblichen
(22) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το (AM [[κύμινον]])<br /><b>1.</b> ετήσιο ποώδες [[φυτό]] της τάξης τών σκιαδανθών<br /><b>2.</b> [[ονομασία]] τών αποξηραμένων καρπών του φυτού [[αυτού]] που χρησιμοποιούνται ως [[καρύκευμα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «όσο να πεις [[κύμινο]]» ή «[[μέχρι]] να πεις [[κύμινο]]» — [[αμέσως]], [[πάρα]] πολύ [[γρήγορα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>παροιμ.</b> «[[κύμινον]] ἔπρισεν» — λεγόταν για άνθρωπο τσιγγούνη, πολύ φιλάργυρο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Δάνεια λ. σημιτ. προελεύσεως, | |mltxt=το (AM [[κύμινον]])<br /><b>1.</b> ετήσιο ποώδες [[φυτό]] της τάξης τών σκιαδανθών<br /><b>2.</b> [[ονομασία]] τών αποξηραμένων καρπών του φυτού [[αυτού]] που χρησιμοποιούνται ως [[καρύκευμα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «όσο να πεις [[κύμινο]]» ή «[[μέχρι]] να πεις [[κύμινο]]» — [[αμέσως]], [[πάρα]] πολύ [[γρήγορα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>παροιμ.</b> «[[κύμινον]] ἔπρισεν» — λεγόταν για άνθρωπο τσιγγούνη, πολύ φιλάργυρο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Δάνεια λ. σημιτ. προελεύσεως, [[πρβλ]]. ακκαδ. <i>kamũnu</i>(<i>m</i>), φοινικ. <i>kmn</i> κ.λπ.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[κυμινάς]], [[κυμινάτον]], [[κυμινεύω]], [[κυμινώδης]]<br /><b>μσν.</b><br />[[κυμίνινος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[κυμινοδόκη]], [[κυμινοδόκον]], [[κυμινοδόχη]], [[κυμινοθήκη]], [[κυμινοκίμβιξ]], [[κυμινοπρίστης]], [[κυμινοπριστοκαρδαμογλύφος]], [[κυμινοπώλης]], <i>κυμινότριδος</i><br /><b>μσν.</b><br />[[κυμινόθερμον]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 14:15, 23 August 2021
Greek Monolingual
το (AM κύμινον)
1. ετήσιο ποώδες φυτό της τάξης τών σκιαδανθών
2. ονομασία τών αποξηραμένων καρπών του φυτού αυτού που χρησιμοποιούνται ως καρύκευμα
νεοελλ.
φρ. «όσο να πεις κύμινο» ή «μέχρι να πεις κύμινο» — αμέσως, πάρα πολύ γρήγορα
αρχ.
παροιμ. «κύμινον ἔπρισεν» — λεγόταν για άνθρωπο τσιγγούνη, πολύ φιλάργυρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ. σημιτ. προελεύσεως, πρβλ. ακκαδ. kamũnu(m), φοινικ. kmn κ.λπ.
ΠΑΡ. αρχ. κυμινάς, κυμινάτον, κυμινεύω, κυμινώδης
μσν.
κυμίνινος.
ΣΥΝΘ. κυμινοδόκη, κυμινοδόκον, κυμινοδόχη, κυμινοθήκη, κυμινοκίμβιξ, κυμινοπρίστης, κυμινοπριστοκαρδαμογλύφος, κυμινοπώλης, κυμινότριδος
μσν.
κυμινόθερμον].