κυμινεύω
From LSJ
λόγῳ ἀναλίσκω τὸν χρόνον τῆς ἡμέρας → waste the day in idle talk, consume the duration of the day with talk
English (LSJ)
(κύμινον) strew with cummin, Orac. ap. Luc.Alex. 25.
French (Bailly abrégé)
saupoudrer de cumin.
Étymologie: κύμινον.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κυμινεύω [κύμινον] bestrooien met komijn.
German (Pape)
mit Kümmel bestreuen, Luc. Alex. 25, [wo ι des Metrums wegen verkürzt ist].
Russian (Dvoretsky)
κῠμῑνεύω: посыпать тмином Luc.
Greek (Liddell-Scott)
κῠμῑνεύω: (κύμινον) ἐπιτάσσω μὲ κύμινον, Λουκ. Ἀλέξ. 25.
Greek Monolingual
κυμινεύω (Α) κύμινο
πασπαλίζω κάτι με κύμινο.
Greek Monotonic
κῠμῑνεύω: μέλ. -σω (κύμινον), στουμπώνω με κύμινο, σε Λουκ.