λινοκαλάμι: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ᾽ ἀμφὶ τοῖς σφαλεῖσι μὴ 'ξ ἑκουσίας ὀργὴ πέπειρα → to those who err in judgment, not in will, anger is gentle | men's wrath is softened toward those who have erred unwittingly

Source
(23)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και λινοκάλαμο, το (AM [[λινοκαλάμη]], ἡ, Μ και [[λινοκάλαμον]], τὸ)<br />το [[λινάρι]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />το [[άχυρο]] του λίνου, που χρησιμοποιούνταν για [[στέγαση]] καλύβας («καὶ ἔκρυψεν αὐτοὺς ἐν τῇ [[λινοκαλάμη]] τῇ ἐστοιβασμένῃ αὐτῇ ἐπὶ τοῦ δώματος», ΠΔ).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λίνον]] <span style="color: red;">+</span> [[καλάμι]], υποκορ. του [[κάλαμος]]/ [[καλάμη]]. Ο τ. <i>λινοκάλαμο</i> με αναβιβασμό του τόνου (<b>[[πρβλ]].</b> <i>αγριάμπελο</i>)].
|mltxt=και λινοκάλαμο, το (AM [[λινοκαλάμη]], ἡ, Μ και [[λινοκάλαμον]], τὸ)<br />το [[λινάρι]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />το [[άχυρο]] του λίνου, που χρησιμοποιούνταν για [[στέγαση]] καλύβας («καὶ ἔκρυψεν αὐτοὺς ἐν τῇ [[λινοκαλάμη]] τῇ ἐστοιβασμένῃ αὐτῇ ἐπὶ τοῦ δώματος», ΠΔ).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λίνον]] <span style="color: red;">+</span> [[καλάμι]], υποκορ. του [[κάλαμος]]/ [[καλάμη]]. Ο τ. <i>λινοκάλαμο</i> με αναβιβασμό του τόνου ([[πρβλ]]. <i>αγριάμπελο</i>)].
}}
}}

Latest revision as of 14:30, 23 August 2021

Greek Monolingual

και λινοκάλαμο, το (AM λινοκαλάμη, ἡ, Μ και λινοκάλαμον, τὸ)
το λινάρι
μσν.-αρχ.
το άχυρο του λίνου, που χρησιμοποιούνταν για στέγαση καλύβας («καὶ ἔκρυψεν αὐτοὺς ἐν τῇ λινοκαλάμη τῇ ἐστοιβασμένῃ αὐτῇ ἐπὶ τοῦ δώματος», ΠΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + καλάμι, υποκορ. του κάλαμος/ καλάμη. Ο τ. λινοκάλαμο με αναβιβασμό του τόνου (πρβλ. αγριάμπελο)].