μαγίς: Difference between revisions

From LSJ

μὴ εἴπῃς ὠς οὐκ ἔστι Ζεύς → don't say that there is no Zeus

Source
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μαγίς]], -[[ίδος]], ἡ (Α)<br /><b>1.</b> [[πλακούντας]], [[πίτα]], [[ιδίως]] μικρή [[πίτα]] που περιείχε [[τυρί]] και προσφερόταν στην Εκάτη και στον Τροφώνιο («ἀπὸ τοῦ μάττειν, ἀφ' οὗ καὶ ἡ μᾱζα αὐτὴ ὠνομάσθη καὶ ἡ παρὰ Κυπρίοις καλουμένη [[μαγίς]]», <b>Αθήν.</b>)<br /><b>2.</b> [[άρτος]] ή [[γλύκισμα]] από [[αλεύρι]]<br /><b>3.</b> [[σκάφη]] ζυμώματος<br /><b>4.</b> μικρό [[τραπέζι]]<br /><b>5.</b> [[τραπέζι]] που τοποθετούσαν [[πάνω]] σε [[τρίποδο]]<br /><b>6.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> α) «μαγίδες<br />αἷς ἀπομάττουσι καὶ καθαίρουσι» <br />β) «[[παλαθίς]], [[ἄρτος]]» γ. «[[μάχαιρα]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>μαγ</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ἐ</i>-<i>μάγ</i>-<i>ην</i>, παθ. αόρ. του [[μάσσω]] «[[ζυμώνω]], [[μαλάσσω]]») <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ίς</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>πινακ</i>-<i>ίς</i>, <i>πλακ</i>-<i>ίς</i>)].
|mltxt=[[μαγίς]], -[[ίδος]], ἡ (Α)<br /><b>1.</b> [[πλακούντας]], [[πίτα]], [[ιδίως]] μικρή [[πίτα]] που περιείχε [[τυρί]] και προσφερόταν στην Εκάτη και στον Τροφώνιο («ἀπὸ τοῦ μάττειν, ἀφ' οὗ καὶ ἡ μᾱζα αὐτὴ ὠνομάσθη καὶ ἡ παρὰ Κυπρίοις καλουμένη [[μαγίς]]», <b>Αθήν.</b>)<br /><b>2.</b> [[άρτος]] ή [[γλύκισμα]] από [[αλεύρι]]<br /><b>3.</b> [[σκάφη]] ζυμώματος<br /><b>4.</b> μικρό [[τραπέζι]]<br /><b>5.</b> [[τραπέζι]] που τοποθετούσαν [[πάνω]] σε [[τρίποδο]]<br /><b>6.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> α) «μαγίδες<br />αἷς ἀπομάττουσι καὶ καθαίρουσι» <br />β) «[[παλαθίς]], [[ἄρτος]]» γ. «[[μάχαιρα]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>μαγ</i>- ([[πρβλ]]. <i>ἐ</i>-<i>μάγ</i>-<i>ην</i>, παθ. αόρ. του [[μάσσω]] «[[ζυμώνω]], [[μαλάσσω]]») <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ίς</i> ([[πρβλ]]. <i>πινακ</i>-<i>ίς</i>, <i>πλακ</i>-<i>ίς</i>)].
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''μᾰγίς:''' ίδος (ῐδ) ἡ<br /><b class="num">1)</b> культ. жертвенный пирог (приносившийся преимущ. Гекате) Arph.;<br /><b class="num">2)</b> культ. стол (αἱ Ἑκαταῖαι μαγίδες Soph.).
|elrutext='''μᾰγίς:''' ίδος (ῐδ) ἡ<br /><b class="num">1)</b> культ. жертвенный пирог (приносившийся преимущ. Гекате) Arph.;<br /><b class="num">2)</b> культ. стол (αἱ Ἑκαταῖαι μαγίδες Soph.).
}}
}}

Revision as of 14:40, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μᾰγίς Medium diacritics: μαγίς Low diacritics: μαγίς Capitals: ΜΑΓΙΣ
Transliteration A: magís Transliteration B: magis Transliteration C: magis Beta Code: magi/s

English (LSJ)

ίδος, ἡ, (μάσσω) A any kneaded mass, cake, LXX Jd.7.13; lump of fat, Dsc.2.76; esp. cake offered to Hecate and Trophonius, S. Fr.734, Ar.Fr.813; Cypr. acc. to Ath.14.663b; described as a small cheese-pudding, Hp.Mul.2.133, cf. Steril.235. II kneading-trough or dresser, Cratin.21, BGU40.8 (ii/iii A. D.), cf. Poll.10.81; small table, Epich.118, Cerc.12; also, round pan or plate for placing on the τρίπους, Poll.6.83. III μαγίδες· αἷς ἀπομάττουσι καὶ καθαίρουσι, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

μᾰγίς: -ίδος, ἡ, (μάσσω) «ζυμαρικόν», πλακούντιον, Λατ. offa, ἰδίως τὸ εἰς τὴν Ἑκάτην καὶ τὸν Τροφώνιον προσφερόμενον πλακούντιον, Σοφ. Ἀποσπ. 651, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 644, Ἀθήν. 663C· περιγραφόμενον ὡς ζυμαρικὸν μετὰ τυροῦ, Ἱππ. 652. 14, πρβλ. 685. 15. - Καθ’ Ἡσύχ.: «μαγίδες· αἷς ἀπομάττουσι καὶ καθαίρουσι. καὶ μᾶζαι, ἃς καταφέρουσιν οἱ εἰς Τροφωνίου κατιόντες». ΙΙ. τὸ ἀγγεῖον ἐν ᾧ ἔματτον, μάκτρα, σκάφη, Κρατῖν. ἐν Βουσίριδι» 1, πρβλ. Πολυδ. Ι΄, 81· - ὡσαύτως τράπεζα τιθεμένη ἐπὶ τοῦ τρίποδος, Πολυδ. ϛʹ, 83.

French (Bailly abrégé)

ίδος (ἡ) :
I. pâte pétrie :
1 sorte de pain;
2 pain au miel qu’on offrait à Trophonios ou à Hécate;
II. p. anal. 1 table;
2 plateau de balance.
Étymologie: μάσσω.

Greek Monolingual

μαγίς, -ίδος, ἡ (Α)
1. πλακούντας, πίτα, ιδίως μικρή πίτα που περιείχε τυρί και προσφερόταν στην Εκάτη και στον Τροφώνιο («ἀπὸ τοῦ μάττειν, ἀφ' οὗ καὶ ἡ μᾱζα αὐτὴ ὠνομάσθη καὶ ἡ παρὰ Κυπρίοις καλουμένη μαγίς», Αθήν.)
2. άρτος ή γλύκισμα από αλεύρι
3. σκάφη ζυμώματος
4. μικρό τραπέζι
5. τραπέζι που τοποθετούσαν πάνω σε τρίποδο
6. (κατά τον Ησύχ.) α) «μαγίδες
αἷς ἀπομάττουσι καὶ καθαίρουσι»
β) «παλαθίς, ἄρτος» γ. «μάχαιρα».
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μαγ- (πρβλ. -μάγ-ην, παθ. αόρ. του μάσσω «ζυμώνω, μαλάσσω») + επίθημα -ίς (πρβλ. πινακ-ίς, πλακ-ίς)].

Russian (Dvoretsky)

μᾰγίς: ίδος (ῐδ) ἡ
1) культ. жертвенный пирог (приносившийся преимущ. Гекате) Arph.;
2) культ. стол (αἱ Ἑκαταῖαι μαγίδες Soph.).