μίγδην: Difference between revisions

From LSJ

μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake

Source
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=(Α [[μίγδην]])<br /><b>επίρρ.</b><br /><b>1.</b> ανάκατα, ανάμικτα, ανακατωμένα<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[φύρδην]] [[μίγδην]]»<br />(για πράγματα ή καταστάσεις) σε [[μεγάλη]] [[ακαταστασία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>μιγ</i>- του [[μίγνυμι]]/[[μείγνυμι]] <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -<i>δην</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>φύρ</i>-<i>δην</i>)].
|mltxt=(Α [[μίγδην]])<br /><b>επίρρ.</b><br /><b>1.</b> ανάκατα, ανάμικτα, ανακατωμένα<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[φύρδην]] [[μίγδην]]»<br />(για πράγματα ή καταστάσεις) σε [[μεγάλη]] [[ακαταστασία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>μιγ</i>- του [[μίγνυμι]]/[[μείγνυμι]] <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -<i>δην</i> ([[πρβλ]]. <i>φύρ</i>-<i>δην</i>)].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 14:44, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μίγδην Medium diacritics: μίγδην Low diacritics: μίγδην Capitals: ΜΙΓΔΗΝ
Transliteration A: mígdēn Transliteration B: migdēn Transliteration C: migdin Beta Code: mi/gdhn

English (LSJ)

Adv., = μίγδα (promiscuously, confusedly, together, among, with), h.Merc. 494, ARh. 3.1381, Orph. Fr. 223.

German (Pape)

[Seite 182] = μίγδα, H. h. Merc. 494 u. sp. D.

Greek (Liddell-Scott)

μίγδην: Ἐπίρρ., = μίγδα, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 494, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1381.

Greek Monolingual

μίγδην)
επίρρ.
1. ανάκατα, ανάμικτα, ανακατωμένα
2. φρ. «φύρδην μίγδην»
(για πράγματα ή καταστάσεις) σε μεγάλη ακαταστασία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μιγ- του μίγνυμι/μείγνυμι + επιρρμ. κατάλ. -δην (πρβλ. φύρ-δην)].

Greek Monotonic

μίγδην: επίρρ. μίγδα, σε Ομηρ. Ύμν.

Russian (Dvoretsky)

μίγδην: adv. HH = μίγδα.

Middle Liddell

= μίγδα, Hhymn.]