μαχήμων: Difference between revisions

From LSJ

Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib

Menander, Monostichoi, 233
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μαχήμων]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> [[φιλοπόλεμος]], [[μαχητικός]], [[πολεμικός]] («oὐ γὰρ τοι [[κραδίη]] [[μενεδήϊος]] οὐδὲ [[μαχήμων]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> (ειδικά για το [[έδαφος]] της Κολχίδας) [[εκεί]] όπου γίνονταν πολλοί πόλεμοι ή πολλές μάχες («εὐπτολέμοις σταχύεσσι μαχήμονα βῶλον ἀνοίγει», <b>Ανθ. Παλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>μαχ</i>- του [[μάχομαι]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -[[ήμων]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ζηλ</i>-[[ήμων]], <i>θελ</i>-[[ήμων]])].
|mltxt=[[μαχήμων]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> [[φιλοπόλεμος]], [[μαχητικός]], [[πολεμικός]] («oὐ γὰρ τοι [[κραδίη]] [[μενεδήϊος]] οὐδὲ [[μαχήμων]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> (ειδικά για το [[έδαφος]] της Κολχίδας) [[εκεί]] όπου γίνονταν πολλοί πόλεμοι ή πολλές μάχες («εὐπτολέμοις σταχύεσσι μαχήμονα βῶλον ἀνοίγει», <b>Ανθ. Παλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>μαχ</i>- του [[μάχομαι]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -[[ήμων]] ([[πρβλ]]. <i>ζηλ</i>-[[ήμων]], <i>θελ</i>-[[ήμων]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 14:50, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μᾰχήμων Medium diacritics: μαχήμων Low diacritics: μαχήμων Capitals: ΜΑΧΗΜΩΝ
Transliteration A: machḗmōn Transliteration B: machēmōn Transliteration C: machimon Beta Code: maxh/mwn

English (LSJ)

ον, gen. ονος, A warlike, Il.12.247; βῶλος, of the soil of Colchis, AP4.3b.22 (Agath.).

Greek (Liddell-Scott)

μᾰχήμων: -ον, γεν. ονος, φιλοπόλεμος, πολεμικός, Ἰλ. Μ. 247, Ἀνθ. Π. 4. 3, 68.

French (Bailly abrégé)

ων, ον, gén. ονος;
belliqueux.
Étymologie: μάχομαι.

English (Autenrieth)

warlike, Il. 12.247†.

Greek Monolingual

μαχήμων, -ον (Α)
1. φιλοπόλεμος, μαχητικός, πολεμικός («oὐ γὰρ τοι κραδίη μενεδήϊος οὐδὲ μαχήμων», Ομ. Ιλ.)
2. (ειδικά για το έδαφος της Κολχίδας) εκεί όπου γίνονταν πολλοί πόλεμοι ή πολλές μάχες («εὐπτολέμοις σταχύεσσι μαχήμονα βῶλον ἀνοίγει», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μαχ- του μάχομαι + επίθημα -ήμων (πρβλ. ζηλ-ήμων, θελ-ήμων)].

Greek Monotonic

μᾰχήμων: -ον, γεν. -ονος, πολεμοχαρής, σε Ομήρ. Ιλ., Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

μᾰχήμων: 2, gen. ονος воинственный, боевой (κραδίη Hom.).

Middle Liddell

μᾰχήμων, ονος,
warlike, Il., Anth.