μαρμαρωπός: Difference between revisions

From LSJ

ἄπαγ' ἐς μακαρίαν ἐκποδών → get lost, buzz off, on yer bike, bug off, bugger off, clear out, clear off, take a hike, beat it, scram, get out of here, get outta here

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μαρμαρωπός]], -ή, -όν (Α)<br />αυτός που έχει ακτινοβόλα, λαμπερά μάτια («Λύσσα [[μαρμαρωπός]]», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μάρμαρος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ωπός</i> (<i>ὤψ</i>, <i>ὠπός</i> «[[μάτι]], όψη»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αρρεν</i>-<i>ωπός σκυθρ</i>-<i>ωπός</i>].
|mltxt=[[μαρμαρωπός]], -ή, -όν (Α)<br />αυτός που έχει ακτινοβόλα, λαμπερά μάτια («Λύσσα [[μαρμαρωπός]]», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μάρμαρος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ωπός</i> (<i>ὤψ</i>, <i>ὠπός</i> «[[μάτι]], όψη»), [[πρβλ]]. <i>αρρεν</i>-<i>ωπός σκυθρ</i>-<i>ωπός</i>].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 14:51, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μαρμᾰρωπός Medium diacritics: μαρμαρωπός Low diacritics: μαρμαρωπός Capitals: ΜΑΡΜΑΡΩΠΟΣ
Transliteration A: marmarōpós Transliteration B: marmarōpos Transliteration C: marmaropos Beta Code: marmarwpo/s

English (LSJ)

όν, A with sparkling eyes, Λύσσα E.HF884 (lyr.).

Greek (Liddell-Scott)

μαρμᾰρωπός: -όν, ἔχων μαρμαίροντας, ἀκτινοβολοῦντας ὀφθαλμούς, Λύσσα Εὐρ. Ἡρακλ. Μαιν. 883.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
dont le regard ou l’aspect pétrifie.
Étymologie: μάρμαρος, ὤψ.

Greek Monolingual

μαρμαρωπός, -ή, -όν (Α)
αυτός που έχει ακτινοβόλα, λαμπερά μάτια («Λύσσα μαρμαρωπός», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μάρμαρος + -ωπός (ὤψ, ὠπός «μάτι, όψη»), πρβλ. αρρεν-ωπός σκυθρ-ωπός].

Greek Monotonic

μαρμᾰρωπός: -όν (ὤψ), αυτός που έχει σπινθηροβόλα μάτια, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

μαρμᾱρωπός: с горящими глазами, со сверкающим взором (λύσσα Eur.).

Middle Liddell

μαρμᾰρ-ωπός, όν [ὤψ]
with sparkling eyes, Eur.