μετεωροσκόπος: Difference between revisions

From LSJ

Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau

Menander, Monostichoi, 261
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, η (Α [[μετεωροσκόπος]], ό)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[μετεωρολόγος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που παρατηρεί και εξετάζει τα μετέωρα<br /><b>2.</b> αυτός που καταγίνεται με ανώφελα πράγματα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μετέωρον</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>σκόπος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σκοπός]]), <b>[[πρβλ]].</b> [[θηρο]]-<i>σκόπος</i>, <i>ορνιθο</i>-<i>σκόπος</i>].
|mltxt=ο, η (Α [[μετεωροσκόπος]], ό)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[μετεωρολόγος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που παρατηρεί και εξετάζει τα μετέωρα<br /><b>2.</b> αυτός που καταγίνεται με ανώφελα πράγματα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μετέωρον</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>σκόπος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σκοπός]]), [[πρβλ]]. [[θηρο]]-<i>σκόπος</i>, <i>ορνιθο</i>-<i>σκόπος</i>].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 15:08, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μετεωροσκόπος Medium diacritics: μετεωροσκόπος Low diacritics: μετεωροσκόπος Capitals: ΜΕΤΕΩΡΟΣΚΟΠΟΣ
Transliteration A: meteōroskópos Transliteration B: meteōroskopos Transliteration C: meteoroskopos Beta Code: metewrosko/pos

English (LSJ)

ὁ, stargazer, Pl. R. 488e.

German (Pape)

[Seite 160] nach überirdischen Dingen schauend, Himmels- u. Lufterscheinungen beobachtend, καὶ ἀδολέσχης, Plat. Rep. VI, 488 a.

Greek (Liddell-Scott)

μετεωροσκόπος: ὁ, ὁ παρατηρῶν τὰ μετέωρα, Πλάτ. Πολ. 488Ε.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui observe les phénomènes ou les corps célestes.
Étymologie: μετέωρος, σκοπέω.

Greek Monolingual

ο, η (Α μετεωροσκόπος, ό)
νεοελλ.
μετεωρολόγος
αρχ.
1. αυτός που παρατηρεί και εξετάζει τα μετέωρα
2. αυτός που καταγίνεται με ανώφελα πράγματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετέωρον + -σκόπος (< σκοπός), πρβλ. θηρο-σκόπος, ορνιθο-σκόπος].

Greek Monotonic

μετεωροσκόπος: ὁ, αιθεροβάμων, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

μετεωροσκόπος: ὁ созерцающий небесные явления, звездочет Plat.

Middle Liddell

μετεωρο-σκόπος, ὁ,
a star-gazer, Plat.

English (Woodhouse)

star-gazer, stargazer

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)