μετεωροκόπος: Difference between revisions

From LSJ

Πάντα οὖν ὅσα ἐὰν θέλητε ἵνα ποιῶσιν ὑμῖν οἱ ἄνθρωποι, οὕτως καὶ ὑμεῖς ποιεῖτε αὐτοῖς· οὗτος γάρ ἐστιν ὁ νόμος καὶ οἱ προφῆται → Therefore as many things as you would like people to do for you, do also the same for them: that is the Torah, that is the prophets! (Matthew 7:12)

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μετεωροκόπος]], ο (Α)<br />αυτός που φλυαρεί για [[υψηλά]] πράγματα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μετέωρος]] <span style="color: red;">+</span> -[[κόπος]] (<span style="color: red;"><</span> [[κόπος]] <span style="color: red;"><</span> [[κόπτω]]), <b>[[πρβλ]].</b> [[δημο]]-[[κόπος]], <i>θεατρο</i>-[[κόπος]].
|mltxt=[[μετεωροκόπος]], ο (Α)<br />αυτός που φλυαρεί για [[υψηλά]] πράγματα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μετέωρος]] <span style="color: red;">+</span> -[[κόπος]] (<span style="color: red;"><</span> [[κόπος]] <span style="color: red;"><</span> [[κόπτω]]), [[πρβλ]]. [[δημο]]-[[κόπος]], <i>θεατρο</i>-[[κόπος]].
}}
}}

Revision as of 15:13, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μετεωροκόπος Medium diacritics: μετεωροκόπος Low diacritics: μετεωροκόπος Capitals: ΜΕΤΕΩΡΟΚΟΠΟΣ
Transliteration A: meteōrokópos Transliteration B: meteōrokopos Transliteration C: meteorokopos Beta Code: metewroko/pos

English (LSJ)

ὁ, A one who prates about high things, Cerc.4.45.

Greek Monolingual

μετεωροκόπος, ο (Α)
αυτός που φλυαρεί για υψηλά πράγματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετέωρος + -κόπος (< κόπος < κόπτω), πρβλ. δημο-κόπος, θεατρο-κόπος.