μηδαμινός: Difference between revisions

From LSJ

εἰ δὲ τύχῃ τις ἔρδων, μελίφρον' αἰτίαν ῥοαῖσι Μοισᾶν ἐνέβαλε → if someone is successful in his deeds, he casts a cause for sweet thoughts into the streams of the Muses

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Μ [[μηδαμινός]], -ή, -όν)<br />[[ανάξιος]] λόγου, [[ευτελής]], [[ποταπός]], [[τιποτένιος]] («συζητούν για μηδαμινά πράγματα»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μηδαμού]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ινός</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>παντοτ</i>-<i>ινός</i>].
|mltxt=-ή, -ό (Μ [[μηδαμινός]], -ή, -όν)<br />[[ανάξιος]] λόγου, [[ευτελής]], [[ποταπός]], [[τιποτένιος]] («συζητούν για μηδαμινά πράγματα»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μηδαμού]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ινός</i> ([[πρβλ]]. <i>παντοτ</i>-<i>ινός</i>].
}}
}}

Revision as of 15:15, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μηδᾰμῐνός Medium diacritics: μηδαμινός Low diacritics: μηδαμινός Capitals: ΜΗΔΑΜΙΝΟΣ
Transliteration A: mēdaminós Transliteration B: mēdaminos Transliteration C: midaminos Beta Code: mhdamino/s

English (LSJ)

ή, όν, A good for nothing, Hsch.s.v. οὐθένεια.

German (Pape)

[Seite 169] nichtig, nichtswürdig, wie οὐτιδανός, οὐδαμινός gebildet, Hesych. erkl. ἄτιμος.

Greek (Liddell-Scott)

μηδᾰμινός: -ή, -όν, ὡς καὶ νῦν, μηδενὸς ἄξιος, Θεόδ. Πρόδρ. ἐν Notices des Mss. 6. 529, Ἠσυχ. ἐν λ. οὐθένεια· πρβλ. οὐδαμινός.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Μ μηδαμινός, -ή, -όν)
ανάξιος λόγου, ευτελής, ποταπός, τιποτένιος («συζητούν για μηδαμινά πράγματα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μηδαμού + κατάλ. -ινός (πρβλ. παντοτ-ινός].