μονόζωνος: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἂν λάβοις παρὰ τοῦ μὴ ἔχοντος → you can't take from one who doesn't have, you can't squeeze blood out of a turnip, you can't get blood out of a turnip, you can't get blood from a stone, you can't get blood out of a stone

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+), (\w+)<\/b>" to "$1, $2")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μονόζωνος]], -ον (ΑΜ)<br />(ως επίθ. και ως ουσ.)<br /><b>1.</b> αυτός που [[φορά]] μία μόνο [[ζώνη]]<br /><b>2.</b> (για στρατιώτη) αυτός που [[είναι]] [[ελαφρά]] οπλισμένος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ταξιδεύει [[μόνος]] του<br /><b>2.</b> [[ακροβολιστής]]<br /><b>3.</b> ([[κατά]] το λεξ. [[Σούδα]]) «οἵ ἔφοδοι βάρβαροι ἢ ἀπελάται μάχιμοι».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μον</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ζωνος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ζώνη]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>καλλί</i>-<i>ζωνος</i>, [[μεγαλό]]-<i>ζωνος</i>].
|mltxt=[[μονόζωνος]], -ον (ΑΜ)<br />(ως επίθ. και ως ουσ.)<br /><b>1.</b> αυτός που [[φορά]] μία μόνο [[ζώνη]]<br /><b>2.</b> (για στρατιώτη) αυτός που [[είναι]] [[ελαφρά]] οπλισμένος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ταξιδεύει [[μόνος]] του<br /><b>2.</b> [[ακροβολιστής]]<br /><b>3.</b> ([[κατά]] το λεξ. [[Σούδα]]) «οἵ ἔφοδοι βάρβαροι ἢ ἀπελάται μάχιμοι».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μον</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ζωνος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ζώνη]]), [[πρβλ]]. <i>καλλί</i>-<i>ζωνος</i>, [[μεγαλό]]-<i>ζωνος</i>].
}}
}}

Revision as of 15:20, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μονόζωνος Medium diacritics: μονόζωνος Low diacritics: μονόζωνος Capitals: ΜΟΝΟΖΩΝΟΣ
Transliteration A: monózōnos Transliteration B: monozōnos Transliteration C: monozonos Beta Code: mono/zwnos

English (LSJ)

ον, A girt up alone, i. e. journeying alone, Suid., etc. II μονόζωνοι, οἱ, men with a ζώνη only, light-armed, LXX 4 Ki.5.2,al., Hsch.

German (Pape)

[Seite 203] mit einem Gürtel, μονόζωνοι, leichtbewaffnete Krieger, LXX.; zum Recognosciren gebraucht, VLL., die auch λῃσταί u. μονομάχοι erkl. – Auch wie οἰόζωνος, allein, ohne Gefolge, Schol. Soph. O. R. 846; vgl. Ruhnk. ep. cr. p. 286.

Greek (Liddell-Scott)

μονόζωνος: -ον, ἐλαφρῶς ὡπλισμένος στρατιώτης, Ἑβδ. (Β΄ Βασιλ. ΚΒ΄, 30). ― Καθόλου, εὔζωνος, ἀκροβολιστής, Ἑβδ. (Δ΄ Βασιλ. Ε΄, 2), κτλ. ΙΙ. ὁ ὁδοιπορῶν μόνος, ἴδε Ruhnk. Ep. Cr. σ. 286, ὡς τὸ μονόζωστος, οἰόζωνος.

Greek Monolingual

μονόζωνος, -ον (ΑΜ)
(ως επίθ. και ως ουσ.)
1. αυτός που φορά μία μόνο ζώνη
2. (για στρατιώτη) αυτός που είναι ελαφρά οπλισμένος
αρχ.
1. αυτός που ταξιδεύει μόνος του
2. ακροβολιστής
3. (κατά το λεξ. Σούδα) «οἵ ἔφοδοι βάρβαροι ἢ ἀπελάται μάχιμοι».
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + -ζωνος (< ζώνη), πρβλ. καλλί-ζωνος, μεγαλό-ζωνος].