ἀλλόφρων: Difference between revisions

From LSJ

οὐ παντός πλεῖν ἐς Κόρινθον → it's not for every man to make a journey to Corinth, not everyone can afford a trip to Corinth

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=(-ονος), -ον (Α [[ἀλλόφρων]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που [[είναι]] υπερβολικά [[ταραγμένος]], [[εκτός]] [[εαυτού]], [[έξαλλος]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που σκέπτεται διαφορετικά, που έχει διαφορετική [[γνώμη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Σύνθετη λ. της οποίας το ά συνθετικό συνδέεται με τη λ. [[ἄλλος]] (αιολ., αμφισβητούμενο τ. της λ. [[ἠλεός]] «[[ταραγμένος]], [[παράφρων]]», <b>[[πρβλ]].</b> και <i>ἀλλο</i>-<i>φάσσω</i>), [[χωρίς]] να αποκλείεται η [[σύνδεση]] του με τη λ. [[ἄλλος]]. Το β΄ συνθετικό -<i>φρων</i> <span style="color: red;"><</span> [[φρήν]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αλλοφρονώ]], [[αλλοφροσύνη]].
|mltxt=(-ονος), -ον (Α [[ἀλλόφρων]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που [[είναι]] υπερβολικά [[ταραγμένος]], [[εκτός]] [[εαυτού]], [[έξαλλος]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που σκέπτεται διαφορετικά, που έχει διαφορετική [[γνώμη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Σύνθετη λ. της οποίας το ά συνθετικό συνδέεται με τη λ. [[ἄλλος]] (αιολ., αμφισβητούμενο τ. της λ. [[ἠλεός]] «[[ταραγμένος]], [[παράφρων]]», [[πρβλ]]. και <i>ἀλλο</i>-<i>φάσσω</i>), [[χωρίς]] να αποκλείεται η [[σύνδεση]] του με τη λ. [[ἄλλος]]. Το β΄ συνθετικό -<i>φρων</i> <span style="color: red;"><</span> [[φρήν]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αλλοφρονώ]], [[αλλοφροσύνη]].
}}
}}

Revision as of 15:55, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀλλόφρων Medium diacritics: ἀλλόφρων Low diacritics: αλλόφρων Capitals: ΑΛΛΟΦΡΩΝ
Transliteration A: allóphrōn Transliteration B: allophrōn Transliteration C: allofron Beta Code: a)llo/frwn

English (LSJ)

ονος, ὁ, ἡ, A thinking differently, Man.4.563.

German (Pape)

[Seite 107] ον, anders denkend, Maneth. 4, 563.

Spanish (DGE)

-ονος veleidoso Man.4.563.

Greek Monolingual

(-ονος), -ον (Α ἀλλόφρων)
νεοελλ.
αυτός που είναι υπερβολικά ταραγμένος, εκτός εαυτού, έξαλλος
αρχ.
αυτός που σκέπτεται διαφορετικά, που έχει διαφορετική γνώμη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθετη λ. της οποίας το ά συνθετικό συνδέεται με τη λ. ἄλλος (αιολ., αμφισβητούμενο τ. της λ. ἠλεός «ταραγμένος, παράφρων», πρβλ. και ἀλλο-φάσσω), χωρίς να αποκλείεται η σύνδεση του με τη λ. ἄλλος. Το β΄ συνθετικό -φρων < φρήν.
ΠΑΡ. αλλοφρονώ, αλλοφροσύνη.