ἐρυσίσκηπτρον: Difference between revisions
From LSJ
ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητος → where there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting
m (Text replacement - " ;" to ";") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐρυσίσκηπτρον]], τὸ (Α)<br />[[ονομασία]] φυτού, [[ασπάλαθος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ερυσι</i>- ( | |mltxt=[[ἐρυσίσκηπτρον]], τὸ (Α)<br />[[ονομασία]] φυτού, [[ασπάλαθος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ερυσι</i>- ([[πρβλ]]. [[ερυσίβη]]) <span style="color: red;">+</span> <i>σκήπτρον</i>]. | ||
}} | }} |
Revision as of 16:00, 23 August 2021
English (LSJ)
τό, a plant, A = ἀσπάλαθος, Thphr.Od.57, Dsc.1.20; = κύπερος, ib.4; also, = ἄκανθα λευκή, Ps.-Dsc.3.12; = ἱερὰ βοτάνη ib.4.60; cf. ἐρίσκηπτον.
German (Pape)
[Seite 1037] τό, ein Strauch, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
ἐρυσίσκηπτρον: τό, ὄνομα φυτοῦ τινος, = ἀσπάλαθος, Θεόφρ. περὶ Ὀσμ. 57, Διοσκ. 1. 19.
Greek Monolingual
ἐρυσίσκηπτρον, τὸ (Α)
ονομασία φυτού, ασπάλαθος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ερυσι- (πρβλ. ερυσίβη) + σκήπτρον].