ἠλιτοεργός: Difference between revisions

From LSJ

ψυχῆς πείρατα ἰὼν οὐκ ἂν ἐξεύροιο πᾶσαν ἐπιπορευόμενος ὁδόν· οὕτω βαθὺν λόγον ἔχει → one would never discover the limits of soul, should one traverse every road—so deep a measure does it possess

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἠλιτοεργός]], -ov (Α)<br />αυτός που δεν πέτυχε τον σκοπό του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ηλιτο</i>- (<b>βλ. λ.</b> [[ηλιτόμηνος]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>εργος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[έργον]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ά</i>-<i>εργος</i>, <i>άν</i>-<i>εργος</i>].
|mltxt=[[ἠλιτοεργός]], -ov (Α)<br />αυτός που δεν πέτυχε τον σκοπό του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ηλιτο</i>- (<b>βλ. λ.</b> [[ηλιτόμηνος]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>εργος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[έργον]]), [[πρβλ]]. <i>ά</i>-<i>εργος</i>, <i>άν</i>-<i>εργος</i>].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 16:05, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἠλῐτοεργός Medium diacritics: ἠλιτοεργός Low diacritics: ηλιτοεργός Capitals: ΗΛΙΤΟΕΡΓΟΣ
Transliteration A: ēlitoergós Transliteration B: ēlitoergos Transliteration C: ilitoergos Beta Code: h)litoergo/s

English (LSJ)

όν, A missing the work, failing in one's aim, AP7.210 (Antip.), dub.l. in Alc.Oxy.1360Fr.6.

German (Pape)

[Seite 1163] die That verfehlend (ἀλιτεῖν), d. h. seinen Zweck verfehlend, ὡς θάνεν ἠλ. Antip. Sid. 63 (VII, 210); Suid. erkl. τοῦ ἔργο υ ἀποτυχών.

Greek (Liddell-Scott)

ἠλῐτοεργός: -όν, ἀποτυγχάνων ἢ ἀποτυχὼν τοῦ ἔργου, τοῦ σκοποῦ αὐτοῦ, ὡς θάνεν ἠλιτ. Ἀνθ. Π. 7. 210.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
qui a échoué dans une entreprise.
Étymologie: ἀλιταίνω, ἔργον.

Greek Monolingual

ἠλιτοεργός, -ov (Α)
αυτός που δεν πέτυχε τον σκοπό του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιτο- (βλ. λ. ηλιτόμηνος) + -εργος (< έργον), πρβλ. ά-εργος, άν-εργος].

Greek Monotonic

ἠλῐτοεργός: -όν (ἤλιτον, ἔργον), αυτός που αποτυγχάνει στην επίτευξη του έργου του, αυτός που δεν κατορθώνει το στόχο του, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἠλῐτοεργός: потерпевший неудачу, неудачливый Anth.

Middle Liddell

ἠλῐτο-εργός, όν ἤλιτον, ἔργον
missing the work, failing in one's aim, Anth.