ἰσήρετμος: Difference between revisions
ὦ διάνοια, ἐὰν ἐρευνᾷς τοὺς ἱεροφαντηθέντας λόγους μὲν θεοῦ, νόμους δὲ ἀνθρώπων θεοφιλῶν, οὐδὲν ταπεινὸν οὐδ᾽ ἀνάξιον τοῦ μεγέθους αὐτῶν ἀναγκασθήσῃ παραδέχεσθαι → if, O my understanding, thou searchest on this wise into the oracles which are both words of God and laws given by men whom God loves, thou shalt not be compelled to admit anything base or unworthy of their dignity
m (Text replacement - "<b class="b3">ῐ], ον</b>" to "ῐ], ον") |
|||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἰσήρετμος]], -ον (Α)<br />(για [[πλοίο]]) αυτό που έχει ίσον αριθμό κουπιών από τις δύο πλευρές του και συνεκδ. ίσο σε [[μέγεθος]] ή σε αριθμό με άλλα πλοία («Ἀργείων δὲ ταῑσδ' ἰσήρετμοι νᾱες [[ἕστασαν]] [[πέλας]]» — [[κοντά]] σ' αυτά είχαν αράξει τα πλοία τών Αργείων ίσα σε [[μέγεθος]] ή σε αριθμό με τα άλλα πλοία, <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ήρετμος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἐρετμόν]] «[[κουπί]]») —το <i>η</i>- λόγω της συνθέσεως—, | |mltxt=[[ἰσήρετμος]], -ον (Α)<br />(για [[πλοίο]]) αυτό που έχει ίσον αριθμό κουπιών από τις δύο πλευρές του και συνεκδ. ίσο σε [[μέγεθος]] ή σε αριθμό με άλλα πλοία («Ἀργείων δὲ ταῑσδ' ἰσήρετμοι νᾱες [[ἕστασαν]] [[πέλας]]» — [[κοντά]] σ' αυτά είχαν αράξει τα πλοία τών Αργείων ίσα σε [[μέγεθος]] ή σε αριθμό με τα άλλα πλοία, <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ήρετμος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἐρετμόν]] «[[κουπί]]») —το <i>η</i>- λόγω της συνθέσεως—, [[πρβλ]]. <i>λευκ</i>-<i>ήρετμος</i>, <i>φιλ</i>-<i>ήρετμος</i>]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἰσήρετμος:''' равный по числу (т. е. с одинаковым числом) весел ([[νῆες]] Eur.). | |elrutext='''ἰσήρετμος:''' равный по числу (т. е. с одинаковым числом) весел ([[νῆες]] Eur.). | ||
}} | }} |
Revision as of 16:10, 23 August 2021
English (LSJ)
[ῐ], ον, A with as many oars as, τινι E.IA242 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 1263] gleich an Rudern, νῆες, Eur. I. A. 242.
Greek (Liddell-Scott)
ἰσήρετμος: -ον, ἔχων ἴσον ἀριθμὸν κωπῶν, τινι Ψευδο-Εὐρ. Ι. Α. 242.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
garni d’autant de rames.
Étymologie: ἴσος, ἐρετμόν.
Greek Monolingual
ἰσήρετμος, -ον (Α)
(για πλοίο) αυτό που έχει ίσον αριθμό κουπιών από τις δύο πλευρές του και συνεκδ. ίσο σε μέγεθος ή σε αριθμό με άλλα πλοία («Ἀργείων δὲ ταῑσδ' ἰσήρετμοι νᾱες ἕστασαν πέλας» — κοντά σ' αυτά είχαν αράξει τα πλοία τών Αργείων ίσα σε μέγεθος ή σε αριθμό με τα άλλα πλοία, Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -ήρετμος (< ἐρετμόν «κουπί») —το η- λόγω της συνθέσεως—, πρβλ. λευκ-ήρετμος, φιλ-ήρετμος].
Russian (Dvoretsky)
ἰσήρετμος: равный по числу (т. е. с одинаковым числом) весел (νῆες Eur.).