ἱερόχθων: Difference between revisions

From LSJ

Γυνὴ γυναικὸς πώποτ' οὐδὲν διαφέρει → Nihil propemodum mulier distat mulieri → Zwischen erster Frau und zweiter ist kein Unterschied

Menander, Monostichoi, 109
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἱερόχθων]] και ποιητ. τ. [[ἱρόχθων]], ὁ, ἡ (Α)<br /><b>επιγρ.</b> αυτός που προέρχεται ή κατάγεται από [[ιερή]] γη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ιερ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[χθων]] (<span style="color: red;"><</span> [[χθων]], <i>χθονός</i>), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αυτό</i>-[[χθων]], <i>ιππό</i>-[[χθων]]].
|mltxt=[[ἱερόχθων]] και ποιητ. τ. [[ἱρόχθων]], ὁ, ἡ (Α)<br /><b>επιγρ.</b> αυτός που προέρχεται ή κατάγεται από [[ιερή]] γη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ιερ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[χθων]] (<span style="color: red;"><</span> [[χθων]], <i>χθονός</i>), [[πρβλ]]. <i>αυτό</i>-[[χθων]], <i>ιππό</i>-[[χθων]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 16:15, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱερόχθων Medium diacritics: ἱερόχθων Low diacritics: ιερόχθων Capitals: ΙΕΡΟΧΘΩΝ
Transliteration A: hieróchthōn Transliteration B: hierochthōn Transliteration C: ierochthon Beta Code: i(ero/xqwn

English (LSJ)

poet. ἱρ-, ὁ, ἡ, gen. ονος, A of hallowed soil, βῶλος IG14.1389ii27.

German (Pape)

[Seite 1243] ονος, βῶλος, eine Scholle von heiliger Erde, Herod. Attic. in der Anth. (App. 50, 27).

Greek (Liddell-Scott)

ἱερόχθων: ποιητ. ἱρ-, ὁ, ἡ, ὁ ἐξ ἱερᾶς γῆς, οὐ θέμις ἀμφὶ νέκυσσι βαλεῖν ἱερόχθονα βῶλον Ἀνθ. Π. παράρτ. 50. 27.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
qui appartient à une terre sacrée.
Étymologie: ἱερός, χθών.

Greek Monolingual

ἱερόχθων και ποιητ. τ. ἱρόχθων, ὁ, ἡ (Α)
επιγρ. αυτός που προέρχεται ή κατάγεται από ιερή γη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο)- + -χθων (< χθων, χθονός), πρβλ. αυτό-χθων, ιππό-χθων].

Greek Monotonic

ἱερόχθων: ποιητ. ἱρ-, ὁ, ἡ, αυτός που προέρχεται από την ιερή γη, έδαφος, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἱερόχθων: ονος adj. принадлежащий к священной земле, т. е. священный (βῶλος Anth.).

Middle Liddell

of hallowed soil, Anth.