Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ὠμόσιτος: Difference between revisions

From LSJ

Μηδέν ποτε κοινοῦ τῇ γυναικὶ χρήσιμον → Utile communicato mulieri nihil → Nie teile etwas Wertvolles mit deiner Frau

Menander, Monostichoi, 361
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> (για τη [[Σφίγγα]], [[επειδή]] έτρωγε ωμές σάρκες ανθρώπων) [[ωμοφάγος]] («Σφίγγ' ὠμόσιτον», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>με παθ. σημ.</b>) αυτός που τρώγεται [[ωμός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὠμός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>σιτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σῖτος]]) <b>[[πρβλ]].</b> <i>φιλό</i>-<i>σιτος</i>].
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> (για τη [[Σφίγγα]], [[επειδή]] έτρωγε ωμές σάρκες ανθρώπων) [[ωμοφάγος]] («Σφίγγ' ὠμόσιτον», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>με παθ. σημ.</b>) αυτός που τρώγεται [[ωμός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὠμός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>σιτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σῖτος]]) [[πρβλ]]. <i>φιλό</i>-<i>σιτος</i>].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 16:16, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὠμόσῑτος Medium diacritics: ὠμόσιτος Low diacritics: ωμόσιτος Capitals: ΩΜΟΣΙΤΟΣ
Transliteration A: ōmósitos Transliteration B: ōmositos Transliteration C: omositos Beta Code: w)mo/sitos

English (LSJ)

ον, A eating raw meat, of the Sphinx, eating men raw, A.Th.541; χαλαί (also of the Sphinx) E.Ph.1025 (lyr.); σκύλακες Id.Ba.338. II Pass., eaten raw, Lyc.654.

Greek (Liddell-Scott)

ὠμόσῑτος: -ον, ὁ ἐσθίων ὠμὴν τροφήν, ὠμοφάγος, ἐπὶ τῆς Σφιγγός, ὡς ἐσθιούσης ὠμὰς σάρκας ἀνθρώπων, Αἰσχύλ. Θήβ. 541· χηλαῖσιν ὠμοσίτοις, ὡσαύτως ἐπὶ τῆς Σφιγγός, Εὐρ. Φοίν. 1025· σκύλακες ὁ αὐτ. ἐν Βάκχ. 338. ΙΙ. παθ., ὁ σπαραχθεὶς ὠμός, Λυκόφρ. 654.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui mange cru ; sauvage, féroce.
Étymologie: ὠμός, σῖτος.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. (για τη Σφίγγα, επειδή έτρωγε ωμές σάρκες ανθρώπων) ωμοφάγος («Σφίγγ' ὠμόσιτον», Αισχύλ.)
2. (με παθ. σημ.) αυτός που τρώγεται ωμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠμός + -σιτος (< σῖτος) πρβλ. φιλό-σιτος].

Greek Monotonic

ὠμόσῑτος: -ον, λέγεται για τη Σφίγγα, αυτή που τρώει ωμές σάρκες ανθρώπων, σε Αισχύλ.· χαλαὶ ὠμόσιτοι, επίσης για τη Σφίγγα, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ὠμόσῑτος: ὠμός поедающий в сыром виде, пожирающий живьем (Σφίγξ Aesch.; σκύλακες Eur.).

Middle Liddell

ὠμό-σῑτος, ον,
of the Sphinx, eating men raw, Aesch.; χηλαῖσιν ὠμοσίτοις, also of the Sphinx, Eur.

English (Woodhouse)

ravening, eating raw flesh

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)