ἡδύφωνος: Difference between revisions
From LSJ
Cicero, Tusculanarum Disputationum, I.45.109
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\...) |
|||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἡδύφωνος]], δωρ. τ. ἁδύφωνος, αιολ. τ. ἀδύφωνος, -ον (Α)<br />αυτός που έχει γλυκιά [[φωνή]], [[γλυκύφωνος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἡδυφώνως</i> (Μ)<br />με γλυκιά [[φωνή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ηδυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>φωνος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φωνή]]), [[πρβλ]]. | |mltxt=[[ἡδύφωνος]], δωρ. τ. ἁδύφωνος, αιολ. τ. ἀδύφωνος, -ον (Α)<br />αυτός που έχει γλυκιά [[φωνή]], [[γλυκύφωνος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἡδυφώνως</i> (Μ)<br />με γλυκιά [[φωνή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ηδυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>φωνος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φωνή]]), [[πρβλ]]. [[βαρβαρόφωνος]], [[λιγόφωνος]], [[ομόφωνος]] κ.ά.]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 17:30, 23 August 2021
English (LSJ)
Dor. ἁδ-, Aeol. ἀδ-, ον, A sweet-voiced, Sapph.61; ὄρτυξ Pratin.Lyr.4, cf. Aristaenet.1.10.
German (Pape)
[Seite 1155] von lieblicher Stimme, Poll. 2, 111; dor. ἁδ. ὄρτυξι Pratin. bei Ath. IX, 392 f.
Greek (Liddell-Scott)
ἡδύφωνος: -ον, ἔχων ἡδεῖαν φωνήν, γλυκύφωνος, Σαπφὼ 66· ὄρτυξ Πρατίν. 4.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à la voix agréable.
Étymologie: ἡδύς, φωνή.
Greek Monolingual
ἡδύφωνος, δωρ. τ. ἁδύφωνος, αιολ. τ. ἀδύφωνος, -ον (Α)
αυτός που έχει γλυκιά φωνή, γλυκύφωνος.
επίρρ...
ἡδυφώνως (Μ)
με γλυκιά φωνή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ- + -φωνος (< φωνή), πρβλ. βαρβαρόφωνος, λιγόφωνος, ομόφωνος κ.ά.].
Greek Monotonic
ἡδύφωνος: -ον (φωνή), ο γλυκόφωνος, σε Σαπφώ.
Russian (Dvoretsky)
ἡδύφωνος: сладкозвучный Sappho.