θεμερῶπις: Difference between revisions
ἆρ' ἐς τὸ κάλλος ἐκκεκώφηται ξίφη → can it be that her beauty has blunted their swords, can it be that their swords are blunted at the sight of her beauty
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[θεμερῶπις]], -ιδος, ἡ (Α)<br />αυτή που έχει σεμνή όψη, σεμνό [[βλέμμα]] («[[θεμερῶπις]] [[αἰδώς]]», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θέμερος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ωπις</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ωψ</i>, <i>ωπός</i> «[[πρόσωπο]]»), [[πρβλ]]. | |mltxt=[[θεμερῶπις]], -ιδος, ἡ (Α)<br />αυτή που έχει σεμνή όψη, σεμνό [[βλέμμα]] («[[θεμερῶπις]] [[αἰδώς]]», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θέμερος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ωπις</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ωψ</i>, <i>ωπός</i> «[[πρόσωπο]]»), [[πρβλ]]. [[βοώπις]], [[γλαυκώπις]]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 18:00, 23 August 2021
English (LSJ)
ιδος, ἡ, A grave and sedate of look, Ἁρμονίη Emp.122.2; θ. αἰδώς A.Pr.134 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 1194] ιδος, ehrwürdiges Angesichts, ernst; ἁρμονίη Empedocl. 12; αἰδώς Aesch. Prom. 134.
Greek (Liddell-Scott)
θεμερῶπις: -ιδος, ἡ, ἡ σεμνὴν ὄψιν ἔχουσα, Ἁρμονίη Ἐμπεδ. 23· θ. αἰδώς Αἰσχύλ. Πρ. 134, ἔνθα ἴδε Ἕρμανν.· πρβλ. θεμερός.
French (Bailly abrégé)
ιδος
adj. f.
qui a l’air posé, l’aspect grave ; réservé, timide.
Étymologie: θέμερος, ὤψ.
Greek Monolingual
θεμερῶπις, -ιδος, ἡ (Α)
αυτή που έχει σεμνή όψη, σεμνό βλέμμα («θεμερῶπις αἰδώς», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θέμερος + -ωπις (< ωψ, ωπός «πρόσωπο»), πρβλ. βοώπις, γλαυκώπις].
Greek Monotonic
θεμερῶπις: -ιδος, ἡ (ὦψ), με σεμνή και σοβαρή έκφραση, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
θεμερῶπις: ιδος adj. f
1) серьезный, спокойный, уравновешенный, медлительно-важный (ἁρμονίη Emped.);
2) благоговейный, тихий, кроткий (αἰδώς Aesch.).