εὔοψος: Difference between revisions
Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[εὔοψος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που [[είναι]] [[γεμάτος]] όψα, [[ιδίως]] ψάρια, αυτός που έχει [[αφθονία]] ψαριών<br /><b>2.</b> αυτός που περιέχει ή παράγει [[πολλά]] βρώματα, φαγώσιμα («ἡ [[θάλασσα]] τῆς γῆς εὐοψοτέρα», <b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>οψος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>όψον</i> «[[τροφή]], [[ψάρι]]»), [[πρβλ]]. | |mltxt=[[εὔοψος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που [[είναι]] [[γεμάτος]] όψα, [[ιδίως]] ψάρια, αυτός που έχει [[αφθονία]] ψαριών<br /><b>2.</b> αυτός που περιέχει ή παράγει [[πολλά]] βρώματα, φαγώσιμα («ἡ [[θάλασσα]] τῆς γῆς εὐοψοτέρα», <b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>οψος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>όψον</i> «[[τροφή]], [[ψάρι]]»), [[πρβλ]]. [[άνοψος]], [[πολύοψος]]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''εὔοψος:''' изобилующий рыбой ([[θάλαττα]] Plut.). | |elrutext='''εὔοψος:''' изобилующий рыбой ([[θάλαττα]] Plut.). | ||
}} | }} |
Revision as of 18:00, 23 August 2021
English (LSJ)
ον, A abounding in ὄψα, esp. fish, ἀγορά Anaxandr.33.10, Timocl.11.1; χωρίον Archestr.Fr.50 B., cf. Str.10.2.21; ἡ θάλασσα τῆς γῆς -οτέρα Plu.2.667c, etc.
German (Pape)
[Seite 1086] reich an Speisen, bes. Fischen, mit Fischen wohl versehen, ἀγορά Ansxandr. bei Ath. VI, 227 c; χωρίον Archestr. ibid. VII, 304 e; λίμνη Strab. XVII, 804; εἰ ἡ θάλαττα τῆς γῆς εὐοψοτέρα, ob die See mehr oder bessere Fische liefert, Plut. Symp. 4, 4.
Greek (Liddell-Scott)
εὔοψος: -ον, ἔχων ἀφθονίαν ὀψαρίων, ἀγορὰ Ἀναξανδρίδης ἐν «Ὀδυσσεῖ» 1. 10· χωρίον Ἀρχέστρ. παρ’ Ἀθην. 304D, πρβλ. Πλούτ. 2. 669C, κτλ.
Greek Monolingual
εὔοψος, -ον (Α)
1. αυτός που είναι γεμάτος όψα, ιδίως ψάρια, αυτός που έχει αφθονία ψαριών
2. αυτός που περιέχει ή παράγει πολλά βρώματα, φαγώσιμα («ἡ θάλασσα τῆς γῆς εὐοψοτέρα», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -οψος (< όψον «τροφή, ψάρι»), πρβλ. άνοψος, πολύοψος].
Russian (Dvoretsky)
εὔοψος: изобилующий рыбой (θάλαττα Plut.).