θυοσκόπος: Difference between revisions
From LSJ
Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → But for extreme illnesses, extreme remedies, applied with severe exactitude, are the best (Hippocrates, Aphorism 6)
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[θυοσκόπος]], ὁ (Α)<br />αυτός που μάντευε παρατηρώντας και μελετώντας τα [[εντόσθια]] τών σφαγίων, ο [[ιεροσκόπος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θύος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>σκόπος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σκέπτομαι]]), [[πρβλ]]. | |mltxt=[[θυοσκόπος]], ὁ (Α)<br />αυτός που μάντευε παρατηρώντας και μελετώντας τα [[εντόσθια]] τών σφαγίων, ο [[ιεροσκόπος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θύος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>σκόπος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σκέπτομαι]]), [[πρβλ]]. [[θυννοσκόπος]], [[κερδοσκόπος]]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''θυοσκόπος:''' ὁ Eur. v. l. = [[θυοσκόος]] II. | |elrutext='''θυοσκόπος:''' ὁ Eur. v. l. = [[θυοσκόος]] II. | ||
}} | }} |
Revision as of 18:04, 23 August 2021
English (LSJ)
ου, ὁ, A inspecting the entrails, Hsch., Phot., v.l. in E.Rh.68.
German (Pape)
[Seite 1226] ὁ, der aus den Opfern wahrsagt, Sp., als v. l. auch Eur. Rhes. 68.
Greek (Liddell-Scott)
θυοσκόπος: -ου, ὁ, παρατηρῶν τὰ ἐντόσθια, Ἡσύχ., Φώτ., διάφ. γρ. ἐν Εὐρ. Ρήσῳ 68. - καὶ οὐσιαστ. θυοσκοπία, ἡ, Ἰω, Λυδ. π. ἀρχ. τ. Ρωμ. πολ. ἐν προοιμίῳ.
Greek Monolingual
θυοσκόπος, ὁ (Α)
αυτός που μάντευε παρατηρώντας και μελετώντας τα εντόσθια τών σφαγίων, ο ιεροσκόπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θύος + -σκόπος (< σκέπτομαι), πρβλ. θυννοσκόπος, κερδοσκόπος].
Russian (Dvoretsky)
θυοσκόπος: ὁ Eur. v. l. = θυοσκόος II.