καλοήθης: Difference between revisions

From LSJ

αἴθ' ἔγω, χρυσοστέφαν' Ἀφρόδιτα, τόνδε τὸν πάλον λαχοίην (Sappho, fr. 33 L-P) → Oh gold-crowned Aphrodite, if only this winning lot could fall to me

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-όηθες (AM [[καλοήθης]])<br />αυτός που έχει καλό χαρακτήρα, [[αγαθός]], [[ενάρετος]], [[ηθικός]]<br />||<b>νεοελλ.</b> <b>ιατρ.</b> (για [[νόσημα]], όγκο <b>κ.λπ.</b>) αυτός που παρουσιάζει ήπια [[μορφή]], μη [[θανατηφόρος]], [[ακίνδυνος]], ευκολοθεράπευτος («[[καλοήθης]] όγκος»)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει λεπτά, ευγενικά χαρακτηριστικά<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ καλόηθες</i><br />η [[αρετή]], η [[χρηστοήθεια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>καλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ηθης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἦθος]]), [[πρβλ]]. <i>κακο</i>-<i>ήθης</i>, <i>χρηστο</i>-<i>ήθης</i>].
|mltxt=-όηθες (AM [[καλοήθης]])<br />αυτός που έχει καλό χαρακτήρα, [[αγαθός]], [[ενάρετος]], [[ηθικός]]<br />||<b>νεοελλ.</b> <b>ιατρ.</b> (για [[νόσημα]], όγκο <b>κ.λπ.</b>) αυτός που παρουσιάζει ήπια [[μορφή]], μη [[θανατηφόρος]], [[ακίνδυνος]], ευκολοθεράπευτος («[[καλοήθης]] όγκος»)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει λεπτά, ευγενικά χαρακτηριστικά<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ καλόηθες</i><br />η [[αρετή]], η [[χρηστοήθεια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>καλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ηθης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἦθος]]), [[πρβλ]]. [[κακοήθης]], [[χρηστοήθης]]].
}}
}}

Revision as of 18:15, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰλοήθης Medium diacritics: καλοήθης Low diacritics: καλοήθης Capitals: ΚΑΛΟΗΘΗΣ
Transliteration A: kaloḗthēs Transliteration B: kaloēthēs Transliteration C: kaloithis Beta Code: kaloh/qhs

English (LSJ)

ες, A well-disposed, M.Ant.1.1, Procl.Par.Ptol.232, Procop.Arc.22.

German (Pape)

[Seite 1312] ες, gutgesinnt, gutartig, M. Ant. 1, 1.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
qui a de bonnes mœurs, d’un caractère honnête.
Étymologie: καλός, ἦθος.

Greek Monolingual

-όηθες (AM καλοήθης)
αυτός που έχει καλό χαρακτήρα, αγαθός, ενάρετος, ηθικός