καμπυλοειδής: Difference between revisions

From LSJ

καὶ τῇ ὧν λέγεις καὶ φθέγγῃ ἡρωικῇ ἀληθείᾳ ἀρκούμενος, εὐζωήσεις → and satisfied with heroic truth in every word and sound which you utter, you will live happy

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές (Α [[καμπυλοειδής]], -ές)<br />αυτός που έχει καμπύλο [[σχήμα]], καμπυλόσχημος, καμπυλόμορφος. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>καμπυλοειδῶς</i> (Α)<br />με τρόπο καμπυλοειδή.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[καμπύλος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[εἶδος]]), [[πρβλ]]. <i>ατρακτο</i>-<i>ειδής</i>, <i>σφαιρο</i>-<i>ειδής</i>].
|mltxt=-ές (Α [[καμπυλοειδής]], -ές)<br />αυτός που έχει καμπύλο [[σχήμα]], καμπυλόσχημος, καμπυλόμορφος. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>καμπυλοειδῶς</i> (Α)<br />με τρόπο καμπυλοειδή.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[καμπύλος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[εἶδος]]), [[πρβλ]]. [[ατρακτοειδής]], [[σφαιροειδής]]].
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''καμπῠλοειδής:''' кривой, изогнутый Plut.
|elrutext='''καμπῠλοειδής:''' кривой, изогнутый Plut.
}}
}}

Revision as of 18:20, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καμπῠλοειδής Medium diacritics: καμπυλοειδής Low diacritics: καμπυλοειδής Capitals: ΚΑΜΠΥΛΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: kampyloeidḗs Transliteration B: kampyloeidēs Transliteration C: kampyloeidis Beta Code: kampuloeidh/s

English (LSJ)

ές, A appearingcrooked, φαντασία Plu.2.1121c.

German (Pape)

[Seite 1319] ές, krumm aussehend, Plut. adv. Col. 25.

Greek (Liddell-Scott)

καμπῠλοειδής: -ές, ἔχων σχῆμα καμπύλον, καμπυλοειδῆ φαντασίαν λαμβάνειν Πλούτ. 2. 1121C. ― Ἐπίρρ. καμπυλοειδῶς, Θεοδώρητ. τ. 4, 372.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
de forme courbe.
Étymologie: καμπύλος, εἶδος.

Greek Monolingual

-ές (Α καμπυλοειδής, -ές)
αυτός που έχει καμπύλο σχήμα, καμπυλόσχημος, καμπυλόμορφος.
επίρρ...
καμπυλοειδῶς (Α)
με τρόπο καμπυλοειδή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καμπύλος + -ειδής (< εἶδος), πρβλ. ατρακτοειδής, σφαιροειδής].

Russian (Dvoretsky)

καμπῠλοειδής: кривой, изогнутый Plut.