κεφαλίδα: Difference between revisions
Γυναιξὶ πάσαις κόσμον ἡ σιγὴ φέρει → Decus affert omni mulieri silentium → Es bringt das Schweigen Zierde einer jeden Frau
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (ΑΜ [[κεφαλίς]], -[[ίδος]])<br />μικρό [[κεφάλι]], [[κεφαλάκι]] («κεφαλίδας ἥλων», <b>Αθήν.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ο [[τίτλος]] εντύπου ή κεφαλαίου ο [[οποίος]] σε [[μερικά]] βιβλία αναγράφεται στην [[κορυφή]] [[κάθε]] σελίδας<br /><b>2.</b> [[ρητό]] ή [[απόφθεγμα]] που προτάσσεται σε [[βιβλίο]] ή σε [[κεφάλαιο]] βιβλίου, άρθρου ή μελέτης<br /><b>μσν.</b><br /><b>στον πληθ.</b> <i>αἱ κεφαλίδες</i><br />οι κορυφές τών πύργων, οι επάλξεις, τα μπεντένια<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />(για κίονα) το [[κιονόκρανο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>στον πληθ.</b> το [[σχοινί]] της πλώρης, τα [[γούμενα]] της πλώρης του πλοίου<br /><b>2.</b> το μπροστινό [[μέρος]] υποδήματος<br /><b>3.</b> το [[πόδι]] στο οποίο στηρίζεται [[τραπέζι]], [[πιθανώς]] μονόποδο<br /><b>4.</b> [[κεφάλαιο]] ή [[τμήμα]] ή [[ουσιώδης]] [[περίοδος]] λόγου σε [[βιβλίο]] («ἐν κεφαλίδι βιβλίου γέγραπται περὶ ἐμοῡ», ΠΔ)<br /><b>5.</b> το [[άκρο]], το [[τέλος]]<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> «κεφαλὶς βιβλίου» — τα περιεχόμενα χειρόγραφου βιβλίου με [[σχήμα]] κυλίνδρου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <i>κεφαλ</i>-<i>ίς</i> <span style="color: red;"><</span> [[κεφαλή]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ίς</i> / -[[ίδος]] ([[πρβλ]]. | |mltxt=η (ΑΜ [[κεφαλίς]], -[[ίδος]])<br />μικρό [[κεφάλι]], [[κεφαλάκι]] («κεφαλίδας ἥλων», <b>Αθήν.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ο [[τίτλος]] εντύπου ή κεφαλαίου ο [[οποίος]] σε [[μερικά]] βιβλία αναγράφεται στην [[κορυφή]] [[κάθε]] σελίδας<br /><b>2.</b> [[ρητό]] ή [[απόφθεγμα]] που προτάσσεται σε [[βιβλίο]] ή σε [[κεφάλαιο]] βιβλίου, άρθρου ή μελέτης<br /><b>μσν.</b><br /><b>στον πληθ.</b> <i>αἱ κεφαλίδες</i><br />οι κορυφές τών πύργων, οι επάλξεις, τα μπεντένια<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />(για κίονα) το [[κιονόκρανο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>στον πληθ.</b> το [[σχοινί]] της πλώρης, τα [[γούμενα]] της πλώρης του πλοίου<br /><b>2.</b> το μπροστινό [[μέρος]] υποδήματος<br /><b>3.</b> το [[πόδι]] στο οποίο στηρίζεται [[τραπέζι]], [[πιθανώς]] μονόποδο<br /><b>4.</b> [[κεφάλαιο]] ή [[τμήμα]] ή [[ουσιώδης]] [[περίοδος]] λόγου σε [[βιβλίο]] («ἐν κεφαλίδι βιβλίου γέγραπται περὶ ἐμοῡ», ΠΔ)<br /><b>5.</b> το [[άκρο]], το [[τέλος]]<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> «κεφαλὶς βιβλίου» — τα περιεχόμενα χειρόγραφου βιβλίου με [[σχήμα]] κυλίνδρου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <i>κεφαλ</i>-<i>ίς</i> <span style="color: red;"><</span> [[κεφαλή]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ίς</i> / -[[ίδος]] ([[πρβλ]]. [[βιβλίς]], [[δεσμίς]])]. | ||
}} | }} |
Revision as of 18:21, 23 August 2021
Greek Monolingual
η (ΑΜ κεφαλίς, -ίδος)
μικρό κεφάλι, κεφαλάκι («κεφαλίδας ἥλων», Αθήν.)
νεοελλ.
1. ο τίτλος εντύπου ή κεφαλαίου ο οποίος σε μερικά βιβλία αναγράφεται στην κορυφή κάθε σελίδας
2. ρητό ή απόφθεγμα που προτάσσεται σε βιβλίο ή σε κεφάλαιο βιβλίου, άρθρου ή μελέτης
μσν.
στον πληθ. αἱ κεφαλίδες
οι κορυφές τών πύργων, οι επάλξεις, τα μπεντένια
μσν.-αρχ.
(για κίονα) το κιονόκρανο
αρχ.
1. στον πληθ. το σχοινί της πλώρης, τα γούμενα της πλώρης του πλοίου
2. το μπροστινό μέρος υποδήματος
3. το πόδι στο οποίο στηρίζεται τραπέζι, πιθανώς μονόποδο
4. κεφάλαιο ή τμήμα ή ουσιώδης περίοδος λόγου σε βιβλίο («ἐν κεφαλίδι βιβλίου γέγραπται περὶ ἐμοῡ», ΠΔ)
5. το άκρο, το τέλος
6. φρ. «κεφαλὶς βιβλίου» — τα περιεχόμενα χειρόγραφου βιβλίου με σχήμα κυλίνδρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. κεφαλ-ίς < κεφαλή + κατάλ. -ίς / -ίδος (πρβλ. βιβλίς, δεσμίς)].