κρυσταλλοφανής: Difference between revisions
From LSJ
τό γε μὴν ἀόργητον ἀνδρός ἐστι σοφοῦ → and to be able also to subdue anger is the part of a wise man
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ές (Α [[κρυσταλλοφανής]], -ές)<br />αυτός που έχει διάφανη όψη σαν το [[κρύσταλλο]]<br /><b>αρχ.</b><br />(<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ κρυσταλλοφανῆ</i><br />κρυστάλλινα ποτήρια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κρύσταλλον</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>φανής</i> (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>φαν</i>-, [[πρβλ]]. <i>ἐ</i>-<i>φάν</i>-<i>ην</i>, παθ. αόρ. του [[φαίνω]]), [[πρβλ]]. | |mltxt=-ές (Α [[κρυσταλλοφανής]], -ές)<br />αυτός που έχει διάφανη όψη σαν το [[κρύσταλλο]]<br /><b>αρχ.</b><br />(<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ κρυσταλλοφανῆ</i><br />κρυστάλλινα ποτήρια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κρύσταλλον</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>φανής</i> (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>φαν</i>-, [[πρβλ]]. <i>ἐ</i>-<i>φάν</i>-<i>ην</i>, παθ. αόρ. του [[φαίνω]]), [[πρβλ]]. [[αληθοφανής]], [[σοβαροφανής]]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 18:40, 23 August 2021
English (LSJ)
ές, A of the look or transparency of crystal: κρυσταλλοφανῆ, τά, glass ware, Str.16.2.25.
German (Pape)
[Seite 1516] ές, von dem Scheine, der Durchsichtigkeit des Krystalls, Strab. XVI, 758.
Greek (Liddell-Scott)
κρυσταλλοφᾰνής: -ές, φαινόμενος ἢ διαφανὴς ὡς κρύσταλλος· ― κρυσταλλοφανῆ, τά, σκεύη ὑάλινα, Στράβ. 758.
Greek Monolingual
-ές (Α κρυσταλλοφανής, -ές)
αυτός που έχει διάφανη όψη σαν το κρύσταλλο
αρχ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ κρυσταλλοφανῆ
κρυστάλλινα ποτήρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρύσταλλον + -φανής (< θ. φαν-, πρβλ. ἐ-φάν-ην, παθ. αόρ. του φαίνω), πρβλ. αληθοφανής, σοβαροφανής].