λακκόπεδον: Difference between revisions
From LSJ
Ὁ συκοφάντης ἐστὶν ἐν πόλει λύκος (τοῖς πέλας λύκος) → Calumniator, quemquem novit, huic lupus'st → Der Denunziant lebt in der Stadt gleichsam als Wolf (ist seinen Nachbarn wie ein Wolf)
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[λακκόπεδον]] και λακόπεδον, τὸ <b>(Α.)</b><br />το όσχεον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λάκκος]] <span style="color: red;">+</span> [[πέδον]] «[[έδαφος]]» ([[πρβλ]]. | |mltxt=[[λακκόπεδον]] και λακόπεδον, τὸ <b>(Α.)</b><br />το όσχεον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λάκκος]] <span style="color: red;">+</span> [[πέδον]] «[[έδαφος]]» ([[πρβλ]]. [[γήπεδον]], [[οικόπεδον]])]. | ||
}} | }} |
Revision as of 18:45, 23 August 2021
English (LSJ)
τό, A scrotum, Aristag.6, Ruf.Onom.106; λακόπεδον in Poll.2.172.
German (Pape)
[Seite 8] τό, der Hodensack, Poll. 2, 172.
Greek (Liddell-Scott)
λακκόπεδον: τό, τὸ ὀρχίπεδον, οἱ ὄρχεις, Λατ. scrotum, Ἀρισταγ. ἐν «Μαμμακύθῳ» 6, Πολυδ. Β΄, 172, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
λακκόπεδον και λακόπεδον, τὸ (Α.)
το όσχεον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λάκκος + πέδον «έδαφος» (πρβλ. γήπεδον, οικόπεδον)].