μητροκοίτης: Difference between revisions
From LSJ
μάλα δ' ὦκα θύρηθ' ἔα ἀμφὶς ἐκείνων → very soon I was out, away from them | very soon was out of the water, and away from them
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μητροκοίτης]], ὁ (Α)<br />αυτός που συνευρίσκεται με τη [[μητέρα]] του, ο [[αιμομίκτης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μήτηρ]], <i>μητρός</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>κοίτης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κοῖτος]] «[[κρεβάτι]]»), [[πρβλ]]. | |mltxt=[[μητροκοίτης]], ὁ (Α)<br />αυτός που συνευρίσκεται με τη [[μητέρα]] του, ο [[αιμομίκτης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μήτηρ]], <i>μητρός</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>κοίτης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κοῖτος]] «[[κρεβάτι]]»), [[πρβλ]]. [[ανεμοκοίτης]], [[δρυοκοίτης]]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 19:00, 23 August 2021
English (LSJ)
ου, ὁ, A incestuous person, Hippon. 14.
Greek Monolingual
μητροκοίτης, ὁ (Α)
αυτός που συνευρίσκεται με τη μητέρα του, ο αιμομίκτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μήτηρ, μητρός + -κοίτης (< κοῖτος «κρεβάτι»), πρβλ. ανεμοκοίτης, δρυοκοίτης].