μισότυφος: Difference between revisions
προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μισότυφος]], -ον (Α)<br />αυτός που μισεί την [[αλαζονεία]], την [[περηφάνια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μισῶ</i> <span style="color: red;">+</span> [[τῦφος]] «[[αλαζονεία]], [[έπαρση]]» ([[πρβλ]]. | |mltxt=[[μισότυφος]], -ον (Α)<br />αυτός που μισεί την [[αλαζονεία]], την [[περηφάνια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μισῶ</i> <span style="color: red;">+</span> [[τῦφος]] «[[αλαζονεία]], [[έπαρση]]» ([[πρβλ]]. [[σεμνότυφος]], [[φιλότυφος]])]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 19:07, 23 August 2021
English (LSJ)
ον, A hating humbug, Luc.Pisc.20.
German (Pape)
[Seite 192] Feind von Aufgeblasenheit, Luc. Pisc. 20.
Greek (Liddell-Scott)
μῑσότῡφος: -ον, ὁ μισῶν τὸν τῦφον, τὴν ὑπερηφανίαν, Λουκ. Ἁλιεῖς 20.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui hait l’orgueil, la vanité.
Étymologie: μισέω, τῦφος.
Greek Monolingual
μισότυφος, -ον (Α)
αυτός που μισεί την αλαζονεία, την περηφάνια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ + τῦφος «αλαζονεία, έπαρση» (πρβλ. σεμνότυφος, φιλότυφος)].
Greek Monotonic
μῑσότῡφος: -ον, αυτός που απεχθάνεται την αλαζονεία, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
μῑσότῡφος: ненавидящий чванство Luc.