ἰοβλέφαρος: Difference between revisions
οὗτος ἐγὼ ταχυτᾶτι· χεῖρες δὲ καὶ ἦτορ ἴσο → this is my speed: my hands and heart are its equal, such am I for speed; my hands and heart are just as good
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
|||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἰοβλέφαρος]], δωρ. τ. ἰογλέφαρος, -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει βλεφαρίδες με το [[χρώμα]] του ίου («ἰοβλέφαρον τὴν Ἀφροδίτην», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «ἰοβλέφαροι<br />καλλιβλέφαροι».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἴον</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>βλέφαρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βλέφαρον]]), [[πρβλ]]. | |mltxt=[[ἰοβλέφαρος]], δωρ. τ. ἰογλέφαρος, -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει βλεφαρίδες με το [[χρώμα]] του ίου («ἰοβλέφαρον τὴν Ἀφροδίτην», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «ἰοβλέφαροι<br />καλλιβλέφαροι».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἴον</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>βλέφαρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βλέφαρον]]), [[πρβλ]]. [[καλλιβλέφαρος]], [[χρυσοβλέφαρος]]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 19:11, 23 August 2021
English (LSJ)
Dor. ἰογλέφ-, ον, A violet-eyed, Pi.Fr.307; Χάριτες, Μοῦσαι, B.18.5, 8.3, cf. Man.5.145, Luc.Im.8.
German (Pape)
[Seite 1255] veilchen-, dunkeläugig; Aphrodite, Pind. bei Luc. imagg. 8, vgl. Imagg. 26; ἰογλέφαρος Pind. frg. 113.
Greek (Liddell-Scott)
ἰοβλέφᾰρος: Δωρ. ἰογλέφ-, ον, ἔχων βλέφαρα μὲ ἰοχρόους βλεφαρίδας Πινδ. Ἀποσπ. 113, Μανέθων 5. 145, Λουκ. Εἰκ. 8, Ὑπὲρ τῶν Εἰκόνων 26. ― Καθ’ Ἡσύχ. : «ἰοβλέφαροι· καλλιβλέφαροι».
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
aux paupières noires, aux yeux noirs.
Étymologie: ἴον, βλέφαρον.
Greek Monolingual
ἰοβλέφαρος, δωρ. τ. ἰογλέφαρος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει βλεφαρίδες με το χρώμα του ίου («ἰοβλέφαρον τὴν Ἀφροδίτην», Λουκιαν.)
2. (κατά τον Ησύχ.) «ἰοβλέφαροι
καλλιβλέφαροι».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἴον + -βλέφαρος (< βλέφαρον), πρβλ. καλλιβλέφαρος, χρυσοβλέφαρος].
Greek Monotonic
ἰοβλέφᾰρος: -ον (ἴον, βλέφαρον), αυτός που έχει βλέφαρα με βλεφαρίδες σε χρώμα μενεξεδί (ἴον), σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἰοβλέφᾰρος: дор. ἰογλέφᾰρος 2 (ῑ) темноглазый (Ἀφροδίτη Pind., Luc.).