κατακόλουθος: Difference between revisions

From LSJ

διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κατακόλουθος]], -ον (Α)<br />αυτός που ακολουθεί, ο [[επόμενος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κατακόλουθα</i> και <i>κατακούλιθα</i> (Μ)<br />[[κατόπιν]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[ακόλουθος]] (<span style="color: red;"><</span> [[ἀκόλουθος]]), [[πρβλ]]. <i>αν</i>-[[ακόλουθος]], <i>επ</i>-[[ακόλουθος]]].
|mltxt=[[κατακόλουθος]], -ον (Α)<br />αυτός που ακολουθεί, ο [[επόμενος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κατακόλουθα</i> και <i>κατακούλιθα</i> (Μ)<br />[[κατόπιν]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[ακόλουθος]] (<span style="color: red;"><</span> [[ἀκόλουθος]]), [[πρβλ]]. [[ανακόλουθος]], [[επακόλουθος]]].
}}
}}

Revision as of 07:43, 24 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατακόλουθος Medium diacritics: κατακόλουθος Low diacritics: κατακόλουθος Capitals: ΚΑΤΑΚΟΛΟΥΘΟΣ
Transliteration A: katakólouthos Transliteration B: katakolouthos Transliteration C: katakolouthos Beta Code: ka/tos

English (LSJ)

ον, A following, of persons, c. dat., Vett.Val.220.4; of things, Id.125.31.

Greek Monolingual

κατακόλουθος, -ον (Α)
αυτός που ακολουθεί, ο επόμενος.
επίρρ...
κατακόλουθα και κατακούλιθα (Μ)
κατόπιν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -ακόλουθος (< ἀκόλουθος), πρβλ. ανακόλουθος, επακόλουθος].