καρφίτης: Difference between revisions

From LSJ

Πολλοὺς ὁ καιρὸς οὐκ ὄντας ποιεῖ φίλους → Occasione amicus fit, qui non fuit → Die rechte Zeit macht manchen, der's nicht ist, zum Freund

Menander, Monostichoi, 446
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[καρφίτης]], ὁ (Α)<br />ο κατασκευασμένος από [[ξερά]] χόρτα («[[θάλαμος]] [[καρφίτης]]» — η [[χελιδονοφωλιά]]).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κάρφος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ίτης]] ([[πρβλ]]. <i>λογχ</i>-[[ίτης]], <i>μελιτ</i>-[[ίτης]])].
|mltxt=[[καρφίτης]], ὁ (Α)<br />ο κατασκευασμένος από [[ξερά]] χόρτα («[[θάλαμος]] [[καρφίτης]]» — η [[χελιδονοφωλιά]]).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κάρφος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ίτης]] ([[πρβλ]]. [[λογχίτης]], [[μελιτίτης]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 07:44, 24 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καρφίτης Medium diacritics: καρφίτης Low diacritics: καρφίτης Capitals: ΚΑΡΦΙΤΗΣ
Transliteration A: karphítēs Transliteration B: karphitēs Transliteration C: karfitis Beta Code: karfi/ths

English (LSJ)

[ῑ], ου, ὁ, A built of κάρφη (pl.): θάλαμος κ., of a swallow's nest, AP10.4 (Marc. Arg.).

German (Pape)

[Seite 1332] aus dürren Halmen gemacht, θάλαμος, vom Schwalbennest, M. Arg. 24 (X, 4).

Greek (Liddell-Scott)

καρφίτης: -ου, ὁ, ᾠκοδομημένος ἐκ ξηρῶν χόρτων, θάλαμος κ., ἐπὶ τῆς φωλεᾶς χελιδόνος, Ἀνθ. Π. 10. 4· πρβλ. καρφηρός.

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
fait de brins de paille (nid).
Étymologie: κάρφος.

Greek Monolingual

καρφίτης, ὁ (Α)
ο κατασκευασμένος από ξερά χόρτα («θάλαμος καρφίτης» — η χελιδονοφωλιά).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάρφος + κατάλ. -ίτης (πρβλ. λογχίτης, μελιτίτης)].

Greek Monotonic

καρφίτης: -ου, ὁ, ο χτισμένος από ξερά καλάμια, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

καρφίτης: ου (ῑ) adj. m приготовленный из соломы (θάλαμος Anth.).

Middle Liddell

καρφίτης, ου,
built of dry straws, Anth. [from κάρφος