μελάμπους: Difference between revisions
From LSJ
ἀλλ' οὐδὲν δεῖ παρὰ τὸν βωμόν σε βουλεύειν → better safe than sorry
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μελάμπους]], -ουν (ΑM, Α και [[μελανόπους]], -ουν)<br />αυτός που έχει μαύρα πόδια<br /><b>2.</b> <b>συνεκδ.</b> [[μαύρος]], [[μελαψός]]<br /><b>μσν.</b><br />(για τη [[νύχτα]]) [[σκοτεινός]], [[ζοφερός]], [[μαύρος]]<br /><b>αρχ.</b><br />(<b>το αρσ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οἱ μελάμποδες</i><br />[[προσωνυμία]] τών Αιγυπτίων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλας]], -<i>ανος</i> <span style="color: red;">+</span> [[πούς]], <i>ποδός</i> ([[πρβλ]]. | |mltxt=[[μελάμπους]], -ουν (ΑM, Α και [[μελανόπους]], -ουν)<br />αυτός που έχει μαύρα πόδια<br /><b>2.</b> <b>συνεκδ.</b> [[μαύρος]], [[μελαψός]]<br /><b>μσν.</b><br />(για τη [[νύχτα]]) [[σκοτεινός]], [[ζοφερός]], [[μαύρος]]<br /><b>αρχ.</b><br />(<b>το αρσ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οἱ μελάμποδες</i><br />[[προσωνυμία]] τών Αιγυπτίων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλας]], -<i>ανος</i> <span style="color: red;">+</span> [[πούς]], <i>ποδός</i> ([[πρβλ]]. [[Οιδίπους]], [[τετράπους]])]. | ||
}} | }} |
Revision as of 07:50, 24 August 2021
English (LSJ)
ὁ, ἡ, πουν, τό, gen. ποδος, A blackfooted, ancient epithet of the Egyptians, Apollod.2.1.4, Eust.37.23: in Hom. only as pr. n., Blackfoot.
German (Pape)
[Seite 118] πουν, gen. ποδος, schwarzfüßig, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
μελάμπους: ὁ, ἡ, πουν, τό, ὁ ἔχων μέλανας πόδας, ἀρχαῖον ἐπίθ. τῶν Αἰγυπτίων, Ἀπολλόδ. 2. 1, 4· παρ’ Ὁμ. μόνον ὡς κύριον ὄνομα.
Greek Monolingual
μελάμπους, -ουν (ΑM, Α και μελανόπους, -ουν)
αυτός που έχει μαύρα πόδια
2. συνεκδ. μαύρος, μελαψός
μσν.
(για τη νύχτα) σκοτεινός, ζοφερός, μαύρος
αρχ.
(το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ μελάμποδες
προσωνυμία τών Αιγυπτίων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + πούς, ποδός (πρβλ. Οιδίπους, τετράπους)].