κρεοφάγος: Difference between revisions

From LSJ

Ἔστιν τὸ τολμᾶν, ὦ φίλ', ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → Amice, non sapientis es res temeritasLeichtsinn, mein Freund, passt nicht zu einem weisen Mann

Menander, Monostichoi, 175
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ο (AM [[κρεοφάγος]], -ον, Α και [[κρεηφάγος]], -ον)<br />αυτός που έχει ως κύρια [[τροφή]] του το [[κρέας]] («νομάδες εἰσὶ κρεοφάγοι τε καὶ γαλακτοπόται», <b>Ηρόδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κρε</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[φάγος]] (<span style="color: red;"><</span> θ. -<i>φαγ</i>, [[πρβλ]]. <i>ἔ</i>-<i>φαγ</i>-<i>ον</i>, αόρ. του [[ἐσθίω]] ([[πρβλ]]. <i>ανθρωπο</i>-[[φάγος]], <i>χορτο</i>-[[φάγος]])].
|mltxt=-ο (AM [[κρεοφάγος]], -ον, Α και [[κρεηφάγος]], -ον)<br />αυτός που έχει ως κύρια [[τροφή]] του το [[κρέας]] («νομάδες εἰσὶ κρεοφάγοι τε καὶ γαλακτοπόται», <b>Ηρόδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κρε</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[φάγος]] (<span style="color: red;"><</span> θ. -<i>φαγ</i>, [[πρβλ]]. <i>ἔ</i>-<i>φαγ</i>-<i>ον</i>, αόρ. του [[ἐσθίω]] ([[πρβλ]]. [[ανθρωποφάγος]], [[χορτοφάγος]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 07:55, 24 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρεοφάγος Medium diacritics: κρεοφάγος Low diacritics: κρεοφάγος Capitals: ΚΡΕΟΦΑΓΟΣ
Transliteration A: kreophágos Transliteration B: kreophagos Transliteration C: kreofagos Beta Code: kreofa/gos

English (LSJ)

[ᾰ], ον, A eating flesh, carnivorous, Hdt.4.186, Arist.PA693a3, etc.; cf. κρεηφάγος.

Greek (Liddell-Scott)

κρεοφάγος: -ον, ὁ ἐσθίων κρέας, σαρκοβόρος, Ἡρόδ. 4. 186, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 12, 7, κτλ.· κρ. ἡμέρα, ἡ πρώτη ἡμέρα μετὰ νηστείαν, Ἐκκλ.· ― ἴδε ἐν λέξ. κρεω-.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
carnivore.
Étymologie: κρέας, φαγεῖν.

Greek Monolingual

-ο (AM κρεοφάγος, -ον, Α και κρεηφάγος, -ον)
αυτός που έχει ως κύρια τροφή του το κρέας («νομάδες εἰσὶ κρεοφάγοι τε καὶ γαλακτοπόται», Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρε(ο)- + -φάγος (< θ. -φαγ, πρβλ. -φαγ-ον, αόρ. του ἐσθίω (πρβλ. ανθρωποφάγος, χορτοφάγος)].

Greek Monotonic

κρεοφάγος: -ον (φᾰγεῖν), αυτός που τρώει σάρκες, σαρκοφάγος, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

κρεοφάγος: Her., Arst. v. l. = κρεωφάγος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κρεοφάγος -ον [κρέας, φαγεῖν] vleesetend.

Middle Liddell

κρεο-φάγος, ον [φᾰγεῖν]
eating flesh, carnivorous, Hdt.