σιδεροκέφαλος: Difference between revisions
From LSJ
Μαστιγίας ἔγχαλκος, ἀφόρητον κακόν → Pecuniosus verbero, malum maximum → Ein reicher Taugenichts, wie unerträglich schlimm
(37) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\." to "πρβλ. $2$4.") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[σιδηροκέφαλος]], -η, -ο, Ν<br /><b>1.</b> αυτός που έχει σιδερένιο [[κεφάλι]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> α) αυτός που έχει πολύ καλή [[υγεία]], ο [[σιδερένιος]]<br />β) [[πεισματάρης]], [[ισχυρογνώμονας]]<br /><b>3.</b> (η ονομ. του αρσ. και του θηλ. ως [[ευχή]]) [[σιδεροκέφαλος]], -<i>η</i><br />λέγεται ως [[ευχή]] για να στεριώσει ο [[δεσμός]] ή η [[θέση]] τους σε άτομα που πρόσφατα αρραβωνιάστηκαν ή παντρεύτηκαν, ανάρρωσαν από μία [[αρρώστια]] ή διορίστηκαν σε μια [[υπηρεσία]]<br /><b>4.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα σιδεροκέφαλα</i><br />ζώα, [[κυρίως]] [[γιδοπρόβατα]], τα οποία παραχωρούνται στον μισθωτή ενός κτήματος με τον όρο να τά επιστρέψει όλα σώα [[μετά]] τη [[λήξη]] της μισθώσεως.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>σιδερο</i>- / <i>σιδηρο</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[κέφαλος]] (<span style="color: red;"><</span> [[κεφαλή]]), | |mltxt=και [[σιδηροκέφαλος]], -η, -ο, Ν<br /><b>1.</b> αυτός που έχει σιδερένιο [[κεφάλι]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> α) αυτός που έχει πολύ καλή [[υγεία]], ο [[σιδερένιος]]<br />β) [[πεισματάρης]], [[ισχυρογνώμονας]]<br /><b>3.</b> (η ονομ. του αρσ. και του θηλ. ως [[ευχή]]) [[σιδεροκέφαλος]], -<i>η</i><br />λέγεται ως [[ευχή]] για να στεριώσει ο [[δεσμός]] ή η [[θέση]] τους σε άτομα που πρόσφατα αρραβωνιάστηκαν ή παντρεύτηκαν, ανάρρωσαν από μία [[αρρώστια]] ή διορίστηκαν σε μια [[υπηρεσία]]<br /><b>4.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα σιδεροκέφαλα</i><br />ζώα, [[κυρίως]] [[γιδοπρόβατα]], τα οποία παραχωρούνται στον μισθωτή ενός κτήματος με τον όρο να τά επιστρέψει όλα σώα [[μετά]] τη [[λήξη]] της μισθώσεως.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>σιδερο</i>- / <i>σιδηρο</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[κέφαλος]] (<span style="color: red;"><</span> [[κεφαλή]]), [[πρβλ]]. [[σκυλοκέφαλος]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 13:17, 25 August 2021
Greek Monolingual
και σιδηροκέφαλος, -η, -ο, Ν
1. αυτός που έχει σιδερένιο κεφάλι
2. μτφ. α) αυτός που έχει πολύ καλή υγεία, ο σιδερένιος
β) πεισματάρης, ισχυρογνώμονας
3. (η ονομ. του αρσ. και του θηλ. ως ευχή) σιδεροκέφαλος, -η
λέγεται ως ευχή για να στεριώσει ο δεσμός ή η θέση τους σε άτομα που πρόσφατα αρραβωνιάστηκαν ή παντρεύτηκαν, ανάρρωσαν από μία αρρώστια ή διορίστηκαν σε μια υπηρεσία
4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα σιδεροκέφαλα
ζώα, κυρίως γιδοπρόβατα, τα οποία παραχωρούνται στον μισθωτή ενός κτήματος με τον όρο να τά επιστρέψει όλα σώα μετά τη λήξη της μισθώσεως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σιδερο- / σιδηρο- + -κέφαλος (< κεφαλή), πρβλ. σκυλοκέφαλος.