ταλασίφρων: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ πολὺς ἄκρατος ὀλίγ' ἀναγκάζει φρονεῖν → Multum meracum pauca sapere nos facit → Nur wenig denken lässt viel ungemischter Wein

Menander, Monostichoi, 420
m (Text replacement - "epith." to "epithet")
m (Text replacement - " esp. of " to " especially of ")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=([[root]] ταλ, [[φρήν]]): stouthearted; [[epithet]] esp. of [[Odysseus]].
|auten=([[root]] ταλ, [[φρήν]]): stouthearted; [[epithet]] especially of [[Odysseus]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 12:50, 14 September 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τᾰλᾰσίφρων Medium diacritics: ταλασίφρων Low diacritics: ταλασίφρων Capitals: ΤΑΛΑΣΙΦΡΩΝ
Transliteration A: talasíphrōn Transliteration B: talasiphrōn Transliteration C: talasifron Beta Code: talasi/frwn

English (LSJ)

ονος, ὁ, ἡ, (Τλάω) A patient of mind, stout-hearted, ὑπό κεν ταλασίφρονά περ δέος εἷλεν Il.4.421; mostly as epithet of Odysseus, 11.466, Od.1.87,129, al., Hes.Th.1012; δμῶες τ. Theoc.24.50.

German (Pape)

[Seite 1065] ονος, mit duldender, ausharrender Seele, mit wagendem, kühnem Geiste, unerschrocken, muthig; bei Hom. gewöhnliches Beiwort des Odysseus, Il. 11, 466 u. oft in der Od.; eben so bei Hes. Th. 1012; ὑπό κεν ταλασίφρονά περ δέος εἷλεν, Il. 4, 421.

Greek (Liddell-Scott)

τᾰλᾰσίφρων: -ονος, ὁ, ἡ, (*τλάω) καρτερικός, καρτερόψυχος, ὑπομενητικός, ἀπτόητος, ὑπό κεν ταλασίφρονά περ δέος εἷλεν, «καὶ τὸν πάνυ καρτερικὸν φόβος ἔλαβε» (Σχόλ.), Ἰλ. Δ. 421· ὡς τὸ ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐπίθετον τοῦ Ὀδυσσέως, Λ. 466, Ἡσ. Θ. 1012, καὶ συχν. ἐν τῇ Ὀδ.· ταλ. δμῶες Θεόκρ. 24. 50.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
à l’âme courageuse.
Étymologie: τλάω, φρήν.

English (Autenrieth)

(root ταλ, φρήν): stouthearted; epithet especially of Odysseus.

Greek Monolingual

-ονος, ὁ, ἡ, Α
1. ο ταλάφρων («ὑπό κεν ταλασίφρονά περ δέος εἷλεν», Ομ. Ιλ.)
2. (ιδίως ως προσωνυμία του Οδυσσέως) καρτερόψυχος, γενναιόψυχος («Ὀδυσσῆος ταλασίφρονος ἵστατο πολλά», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. ταλάφρων.

Greek Monotonic

τᾰλᾰσίφρων: -ονος, ὁ, ἡ (*τλάω, φρήν), καρτερικός, καρτερόψυχος, υπομονετικός, σε Ομήρ. Ιλ.· επίθ. του Οδυσσέα, σε Όμηρ.

Russian (Dvoretsky)

τᾰλᾰσίφρων: 2, gen. ονος крепкий духом, терпеливый, выносливый, стойкий (Ὀδυσσεύς Hom., Hes.; δμῶες Theocr.).

Middle Liddell

τᾰλᾰσί-φρων, ονος, ὁ, ἡ, [*τλάω, φρήν
patient of mind, stout-hearted, Il.; epithet of Ulysses, Hom.