σπύραθος: Difference between revisions

From LSJ

Ἔργων πονηρῶν χεῖρ' ἐλευθέραν ἔχε → Mali facinoris liberam serva manum → Von schlechten Taten halte deine Hände frei

Menander, Monostichoi, 148
m (Text replacement - " v.l. " to " v.l. ")
m (Text replacement - " in pl." to " in plural")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=spyrathos
|Transliteration C=spyrathos
|Beta Code=spu/raqos
|Beta Code=spu/raqos
|Definition=[ῠ], ὁ or ἡ,= [[σπυράς]], only in pl., <span class="bibl">Hp.<span class="title">Nat.Mul.</span>32</span>, <span class="bibl">34</span>, Dsc.2.80; so σπυρᾰθ-ιον, τό, prob. cj. for [[σπυρίθιον]] in Id.<span class="title">Ther.</span>19 (pl.); σφυραθία, ἡ, <span class="bibl">Poll.5.91</span>: also σπύρδαρα ibid. (<span class="sense"><span class="bld">A</span> [[varia lectio|v.l.]] [[-δανα]]).</span>
|Definition=[ῠ], ὁ or ἡ,= [[σπυράς]], only in plural, <span class="bibl">Hp.<span class="title">Nat.Mul.</span>32</span>, <span class="bibl">34</span>, Dsc.2.80; so σπυρᾰθ-ιον, τό, prob. cj. for [[σπυρίθιον]] in Id.<span class="title">Ther.</span>19 (pl.); σφυραθία, ἡ, <span class="bibl">Poll.5.91</span>: also σπύρδαρα ibid. (<span class="sense"><span class="bld">A</span> [[varia lectio|v.l.]] [[-δανα]]).</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 13:30, 14 September 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σπύρᾰθος Medium diacritics: σπύραθος Low diacritics: σπύραθος Capitals: ΣΠΥΡΑΘΟΣ
Transliteration A: spýrathos Transliteration B: spyrathos Transliteration C: spyrathos Beta Code: spu/raqos

English (LSJ)

[ῠ], ὁ or ἡ,= σπυράς, only in plural, Hp.Nat.Mul.32, 34, Dsc.2.80; so σπυρᾰθ-ιον, τό, prob. cj. for σπυρίθιον in Id.Ther.19 (pl.); σφυραθία, ἡ, Poll.5.91: also σπύρδαρα ibid. (A v.l. -δανα).

German (Pape)

[Seite 926] ὁ od. ἡ, runder Mist, bes. der Ziegen u. Schaafe, Schaaflorbeer, Sp. – Hängt wohl mit σπεῖρα zusammen u. bedeutet jeden rund gedrehten Körper.

Greek (Liddell-Scott)

σπύρᾰθος: [ῠ], ὁ ἢ ἡ, = σπυράς, μόνον ἐν τῷ πληθ., Ἱππ. 571. 18., 575. 48, Διοσκ. 2. 98˙ οὕτω σπυράθιον, τό, Διοσκ. 6. 55˙ σπυραθία, ἡ, Πολυδ. Ε΄, 91.

Greek Monolingual

και πύραθος, ὁ, ἡ, Α
στρογγυλή, σπειροειδής κοπριά, ιδίως τών αιγοπροβάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός τ. της καθημερινής γλώσσας τών Αρχαίων με επίθημα -θος (πρβλ. ὄνθος, σπέλεθος), που μαρτυρείται και χωρίς αρκτικό σ- (πρβλ. πύραθος), αλλά και με δασύ σύμφωνο -φ-: σφυρ-άς (πρβλ. σπόγγος / σφόγγος). Ο τ. έχει παραχθεί από ένα προσηγορικό σε -ο ή -- που μαρτυρείται στη Βαλτική: λιθουαν. spira, spiros «περίττωμα μικρού ζώου», λεττον. spiras- και εμφανίζει, όπως και οι τ. της Βαλτικής, τη συνεσταλμένη βαθμίδα της ρίζας με φωνηεντισμό -υ- (πρβλ. σπυρίς, ἄγυρις, λύκος). Στη συνεσταλμένη βαθμίδα της ρίζας ανάγεται και ο παράλληλος τ. σπυρ-άς σχηματισμένος με επίθημα -άς, -άδος (πρβλ. λιθ-άς, ισχ-άς). Αντίθετα, με φωνηεντισμό -ο-, δασεία οδοντική παρέκταση -θ- (πρβλ. σπυρ-θίζω) και εκφραστικό επίθημα -υγγες (πρβλ. στόρθ-υγξ) μαρτυρείται ο τ. σπόρθ-υγγες (< IE spor-dh-), που συνδέεται με τα ισλδ. spard «κόπρος προβάτου» και sperdill «κόπρος αίγας». Οι τ., τέλος, συνδέονται πιθ. με την οικογένεια του ρ. σπαίρω και της λ. σφαίρα].