ἐπιείσομαι: Difference between revisions
Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "perh." to "perhaps") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=epieisomai | |Transliteration C=epieisomai | ||
|Beta Code=e)piei/somai | |Beta Code=e)piei/somai | ||
|Definition=ἐπιεισάμενος, only fut. and aor., <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[rush]], [[hasten to]] or [[against]], τοὺς ἄλλους ἐπιείσομαι, ὅν κε κιχείω <span class="bibl">Il.11.367</span>; <b class="b3">ἀγροὺς ἐπιείσομαι</b> ἠδὲ βοτῆρας <span class="bibl">Od.15.504</span>; <b class="b3">ἐπιεισαμένη πρὸς στήθεα χειρὶ παχείῃ</b> ἤλασε <span class="bibl">Il.21.424</span> (v.l. [[ἐπερεισαμένη]]). (Cf. ε'ἴσομαι ''ΙΙ'': | |Definition=ἐπιεισάμενος, only fut. and aor., <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[rush]], [[hasten to]] or [[against]], τοὺς ἄλλους ἐπιείσομαι, ὅν κε κιχείω <span class="bibl">Il.11.367</span>; <b class="b3">ἀγροὺς ἐπιείσομαι</b> ἠδὲ βοτῆρας <span class="bibl">Od.15.504</span>; <b class="b3">ἐπιεισαμένη πρὸς στήθεα χειρὶ παχείῃ</b> ἤλασε <span class="bibl">Il.21.424</span> (v.l. [[ἐπερεισαμένη]]). (Cf. ε'ἴσομαι ''ΙΙ'': perhaps fut. and aor. of (ἐπι-) <b class="b3"> (ϝ) ίεμαι</b>.)</span> | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Revision as of 14:05, 14 September 2021
English (LSJ)
ἐπιεισάμενος, only fut. and aor., A rush, hasten to or against, τοὺς ἄλλους ἐπιείσομαι, ὅν κε κιχείω Il.11.367; ἀγροὺς ἐπιείσομαι ἠδὲ βοτῆρας Od.15.504; ἐπιεισαμένη πρὸς στήθεα χειρὶ παχείῃ ἤλασε Il.21.424 (v.l. ἐπερεισαμένη). (Cf. ε'ἴσομαι ΙΙ: perhaps fut. and aor. of (ἐπι-) (ϝ) ίεμαι.)
French (Bailly abrégé)
fut. épq. de ἔπειμι² (ou de ἐπί, ἵεμαι LSJ, v. ἐφίημι).
English (Autenrieth)
see ἔπειμ Od. 9.2.
Greek Monolingual
ἐπιείσομαι (Α)
1. ορμώ, σπεύδω («τοὺς ἄλλους ἐπιείσομαι ὅν κε κιχείω», Ομ. Ιλ.)
2. επισκέπτομαι («ἀγρούς ἐπιείσομαι», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + είσομαι «σπεύδω», τ. που θεωρείται μέλλ. του ίεμαι «επιθυμώ»].
Greek Monotonic
ἐπιείσομαι: μέλ. του ἔπειμι (εἶμι ibo)· -ἐπιεισάμενος, μτχ. αορ. αʹ
Russian (Dvoretsky)
ἐπιείσομαι: эп. fut. к ἔπειμι II.
Frisk Etymological English
See also: s. 1. εἴσομαι.
Frisk Etymology German
ἐπιείσομαι: {epi-eísomai}
Forms: Fut.
Grammar: v.
Meaning: werde verfolgen
See also: s. 1. εἴσομαι.
Page 1,536